Η λέξη "novedad" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
[noveˈðað]
Η λέξη "novedad" αναφέρεται σε κάτι καινούργιο ή σε καινοτομία, συχνά χρησιμοποιούμενη για να περιγράψει νέες πληροφορίες, προϊόντα ή εξελίξεις σε διάφορους τομείς. Χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στο γραπτό λόγο, με τη συχνότητα να είναι υψηλή σε ειδησεογραφικά άρθρα και διαφημιστικά κείμενα.
"La novedad de este año son los smartphones plegables."
"Η καινοτομία της χρονιάς είναι τα αναδιπλούμενα smartphones."
"Siempre busco la novedad en el mercado."
"Πάντα ψάχνω για νέα προϊόντα στην αγορά."
"La novedad fue recibida con entusiasmo por el público."
"Η νέα είδηση έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από το κοινό."
Η λέξη "novedad" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Εδώ είναι μερικές από αυτές:
"No hay novedad."
"Δεν υπάρχει κάτι νέο."
"A la última novedad."
"Στην τελευταία καινοτομία."
"Buscar la novedad."
"Να ψάχνω για το καινούριο."
"Contar como una novedad."
"Να μετράει ως κάτι νέο."
"La novedad es que..."
"Το νέο είναι ότι..."
Η λέξη "novedad" προέρχεται από το ισπανικό ρήμα "novedoso," που σημαίνει "καινοτόμος" ή "καινούριος" και προέρχεται από τη λατινική λέξη "novus," που σημαίνει "νέος."