Η λέξη "novela" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή στα Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο: [noˈβela]
Η λέξη "novela" αναφέρεται γενικά σε μια λογοτεχνική μορφή, συνήθως μυθιστόρημα ή νουβέλα, η οποία μπορεί να θεωρηθεί συντομότερη από ένα πλήρες μυθιστόρημα. Ο όρος χρησιμοποιείται ευρύτατα στη λογοτεχνία και υποδηλώνει τις αφηγηματικές ιστορίες που μπορεί να περιλαμβάνουν φαντασία, ρομαντισμό ή άλλες θεματικές πτυχές. Στη γλώσσα των ισπανόφωνων, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στον γραπτό λόγο παρά στον προφορικό.
Το μυθιστόρημα που διαβάζω είναι πολύ ενδιαφέρον.
Su novela más famosa fue adaptada al cine.
Το πιο διάσημο μυθιστόρημά του προσαρμόστηκε στον κινηματογράφο.
Escribí una novela sobre el amor y la traición.
Η λέξη "novela" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Η ζωή είναι ένα μυθιστόρημα. (Σημαίνει ότι η ζωή έχει πολλές ανατροπές και απρόβλεπτα γεγονότα.)
"No todo es novela"
Δεν είναι όλα μυθιστόρημα. (Χρησιμοποιείται για να εκφράσει ότι τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται ή όμορφα όπως σε μια ιστορία.)
"Tener más trama que una novela"
Η λέξη "novela" προέρχεται από το λατινικό "novella", που σημαίνει "νέα" ή "καινούργια". Χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να περιγράψει νέες αφηγήσεις ή ιστορίες.
Συνώνυμα: - relato (διήγημα) - narrativa (διηγηματογραφία) - cuento (παραμύθι)
Αντώνυμα: - realidad (πραγματικότητα) - no ficción (μη λογοτεχνικό)