Η λέξη "novelista" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "novelista" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /no.beˈlis.ta/.
Η λέξη "novelista" αναφέρεται σε ένα άτομο που γράφει μυθιστορήματα. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα των γραμμάτων και στην λογοτεχνία για να προσδιορίσει τους συγγραφείς που ειδικεύονται στην τέχνη της μυθοπλασίας. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, ιδιαίτερα στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε λογοτεχνικές κριτικές, βιογραφίες συγγραφέων και συζητήσεις σχετικές με τη λογοτεχνία.
"Ο μυθιστοριογράφος παρουσίασε το τελευταίο του βιβλίο στην έκθεση βιβλίου."
"Muchos novelistas encuentran inspiración en sus experiencias personales."
"Πολλοί μυθιστοριογράφοι βρίσκουν έμπνευση στις προσωπικές τους εμπειρίες."
"El novelista es famoso por sus tramas intrigantes y personajes complejos."
Η λέξη "novelista" δεν έχει πολλές συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμούς που αναφέρονται σε χαρακτηριστικά ή στη διαδικασία της συγγραφής.
"Να είσαι ένας αναγνωρισμένος μυθιστοριογράφος απαιτεί χρόνια προσπαθειών."
"Un novelista con pasión puede transformar una historia sencilla en un gran relato."
"Ένας μυθιστοριογράφος με πάθος μπορεί να μετατρέψει μια απλή ιστορία σε έναν σπουδαίο αφηγηματικό."
"Los novelistas deben perfeccionar su estilo para atraer a los lectores."
"Οι μυθιστοριογράφοι πρέπει να τελειοποιήσουν το στυλ τους για να προσελκύσουν τους αναγνώστες."
"Cada novelista tiene su propio enfoque a la hora de crear personajes."
"Κάθε μυθιστοριογράφος έχει την δική του προσεγγίσει όταν πρόκειται για τη δημιουργία χαρακτήρων."
"Un buen novelista sabe cómo mantener la tensión en la narración."
"Ένας καλός μυθιστοριογράφος ξέρει πώς να διατηρεί την ένταση στην αφήγηση."
"El novelista a menudo se inspira en la vida real para sus historias."
Η λέξη "novelista" προέρχεται από το ισπανικό "novela," που σημαίνει "μυθιστόρημα," και το "-ista," που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ένα επάγγελμα ή παράσταση που σχετίζεται με μια συγκεκριμένη δραστηριότητα ή ειδικότητα.
Συνώνυμα: - Escritor de novelas (συγγραφέας μυθιστορημάτων) - Narrador (αφηγητής)
Αντώνυμα: - Crítico literario (λογοτεχνικός κριτικός) - Ensayista (δοκιμιογράφος)