novicio - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

novicio (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ο όρος "novicio" είναι ουσιαστικό στην Ισπανική γλώσσα.

Φωνητική μεταγραφή

noviθjo

Μετάφραση

Ελληνικά: νεοεισερχόμενος

Σημασία

Η λέξη "novicio" χρησιμοποιείται στα ισπανικά για να περιγράψει κάποιον που είναι καινούριος σε μια συγκεκριμένη κοινότητα ή οργανισμό. Συχνά χρησιμοποιείται στην Καθολική εκκλησία για να περιγράψει έναν νέο μοναχό ή μια μοναχή που μπαίνει σε μια μονή.

Παραδειγματικές προτάσεις: 1. El novicio recibió una cálida bienvenida por parte de sus hermanos mayores. (Ο νεοεισερχόμενος έλαβε μια θερμή υποδοχή από τους μεγαλύτερους του.) 2. En la abadía se llevará a cabo la ceremonia de iniciación del novicio. (Στη μονή θα πραγματοποιηθεί η τελετή εισαγωγής του νεοεισερχόμενου.)

Ετυμολογία

Η λέξη "novicio" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "noviciare", που σημαίνει "να γίνεται νεοεισερχόμενος".

Συνώνυμα και Αντώνυμα



3