Ο όρος "novicio" είναι ουσιαστικό στην Ισπανική γλώσσα.
noviθjo
Ελληνικά: νεοεισερχόμενος
Η λέξη "novicio" χρησιμοποιείται στα ισπανικά για να περιγράψει κάποιον που είναι καινούριος σε μια συγκεκριμένη κοινότητα ή οργανισμό. Συχνά χρησιμοποιείται στην Καθολική εκκλησία για να περιγράψει έναν νέο μοναχό ή μια μοναχή που μπαίνει σε μια μονή.
Παραδειγματικές προτάσεις: 1. El novicio recibió una cálida bienvenida por parte de sus hermanos mayores. (Ο νεοεισερχόμενος έλαβε μια θερμή υποδοχή από τους μεγαλύτερους του.) 2. En la abadía se llevará a cabo la ceremonia de iniciación del novicio. (Στη μονή θα πραγματοποιηθεί η τελετή εισαγωγής του νεοεισερχόμενου.)
Η λέξη "novicio" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "noviciare", που σημαίνει "να γίνεται νεοεισερχόμενος".