Ο όρος "novio" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "novio" με τη χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι: /ˈnoβjo/.
Η λέξη "novio" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - φίλος (όσον αφορά ρομαντική σχέση) - αρραβωνιαστικός
Η λέξη "novio" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να αναφερθεί σε έναν ρομαντικό σύντροφο ή φίλο, κυρίως σε νεαρούς ανθρώπους ή σε σχέση πριν τον γάμο. Συνήθως χρησιμοποιείται σε περισσότερους προφορικούς διαλόγους παρά σε γραπτές μορφές, αν και μπορεί να εμφανίζεται και στις δύο καταστάσεις.
Mi novio es muy cariñoso.
(Ο φίλος μου είναι πολύ στοργικός.)
Voy a presentar a mi novio a mis padres.
(Θα παρουσιάσω τον φίλο μου στους γονείς μου.)
El novio le dio un anillo de compromiso.
(Ο αρραβωνιαστικός της έδωσε ένα δαχτυλίδι αρραβώνα.)
Η λέξη "novio" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην Ισπανική γλώσσα:
Poner los cuernos a un novio.
(Να απατήσεις έναν φίλο.)
Σημαίνει να είσαι άπιστος σε μια ρομαντική σχέση.
Novio de paso.
(Φίλος για λίγο.)
Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάποιον που είναι σε μια βραχυχρόνια ρομαντική σχέση.
Ser el novio ideal.
(Να είσαι ο ιδανικός φίλος.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που πληροί όλες τις προσδοκίες σε μια ρομαντική σχέση.
Buscar novio.
(Να ψάξεις για φίλο.)
Σημαίνει να αναζητάς ρομαντική σύντροφο.
Novios desde la infancia.
(Φίλοι από την παιδική ηλικία.)
Αναφέρεται σε ανθρώπους που έχουν αναπτύξει ρομαντική σχέση από πολύ μικροί.
Η λέξη "novio" προέρχεται από το Λατινικό "novius", το οποίο σχετίζεται με τη ρίζα "novus", που σημαίνει «νέος».
Συνώνυμα: - compañero (σύντροφος) - amado (αγαπημένος)
Αντώνυμα: - exnovio (πρώην φίλος) - enemigo (εχθρός)