Επίθετο
/nʊˈklɪər/ (Αγγλικά) ή /nuˈkle.aɾ/ (Ισπανικά)
Η λέξη "nuclear" αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με τον πυρήνα ενός ατόμου. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει φαινόμενα ή τεχνολογίες που αφορούν την πυρηνική ενέργεια, την πυρηνική φυσική, τις πυρηνικές αντιδράσεις, καθώς και στρατηγικές ή όπλα που βασίζονται στη χρήση της πυρηνικής ενέργειας.
Χρήση στη γλώσσα Ισπανικά: Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικά και επιστημονικά συμφραζόμενα. Εμφανίζεται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με έμφαση στον γραπτό λόγω της τεχνικής φύσης της.
El debate sobre la energía nuclear es muy relevante hoy en día.
Η συζήτηση για την πυρηνική ενέργεια είναι πολύ σημαντική σήμερα.
Los desechos nucleares deben ser gestionados con mucho cuidado.
Τα πυρηνικά απόβλητα πρέπει να διαχειρίζονται με πολύ προσοχή.
La fisión nuclear es el proceso que libera energía en un reactor.
Η πυρηνική σχάση είναι η διαδικασία που απελευθερώνει ενέργεια σε έναν αντιδραστήρα.
Η λέξη "nuclear" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις σε διαφορετικά συμφραζόμενα.
Familia nuclear
Πυρηνική οικογένεια
Se refiere a la familia compuesta por padres e hijos, en contraste con la familia extendida.
(Αναφέρεται στην οικογένεια που αποτελείται από γονείς και παιδιά, σε αντίθεση με την εκτενή οικογένεια.)
Estrategia nuclear
Πυρηνική στρατηγική
Es la doctrina militar que utiliza la amenaza de ataques nucleares.
(Είναι η στρατηγική που χρησιμοποιεί την απειλή πυρηνικών επιθέσεων.)
Desarme nuclear
Πυρηνικός αφοπλισμός
Se refiere a la reducción o eliminación de armas nucleares.
(Αναφέρεται στη μείωση ή την εξάλειψη πυρηνικών όπλων.)
Η λέξη "nuclear" προέρχεται από τη λατινική λέξη "nucleus", που σημαίνει "πυρήνας". Ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί από τον 19ο αιώνα για να αναφέρεται στα φαινόμενα που σχετίζονται με τον πυρήνα των ατόμων.
Συνώνυμα:
- Atómico (ατομικός)
Αντώνυμα:
- No nuclear (μη πυρηνικός)