Η λέξη "nueva" είναι επίθετο (adjetivo) στα Ισπανικά.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "nueva" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: [ˈnwe.βa]
Η λέξη "nueva" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι πρόσφατο, καινούργιο ή που έχει προκύψει μόλις. Εμφανίζεται συχνά στον προφορικό λόγο αλλά και στο γραπτό πλαίσιο, με μέτρια συχνότητα. Είναι μια καθημερινή λέξη που χρησιμοποιείται σε ποικίλες καταστάσεις.
Η πόλη έχει πολλά καινούργια πράγματα.
He comprado una bicicleta nueva.
Η λέξη "nueva" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
Το παλιό είναι καινούργιο αν το κοιτάξεις με διαφορετικά μάτια.
Cada día es una nueva oportunidad.
Κάθε μέρα είναι μια νέα ευκαιρία.
Dejar atrás lo viejo y empezar de nuevo.
Να αφήσεις πίσω το παλιό και να ξεκινήσεις από την αρχή.
Es hora de hacer un cambio nuevo.
Η λέξη "nueva" προέρχεται από τη λατινική λέξη "nōvā", η οποία είναι η θηλυκή μορφή της λέξης "novus", που σημαίνει "καινούργιος" ή "μόλις εμφανισμένος".
Συνώνυμα: - reciente - moderna - innovadora
Αντώνυμα: - vieja - antigua - usada