Η λέξη "nulidad" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "nulidad" με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /nu.liˈðað/
Η λέξη "nulidad" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση κατά την οποία μια νομική πράξη ή απόφαση είναι άκυρη ή χωρίς νομική ισχύ. Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στο νομικό πλαίσιο και είναι σχετικά συχνή, ειδικά σε γραπτά κείμενα και νομικά έγγραφα.
Η ακυρότητα του συμβολαίου διατάχθηκε λόγω έλλειψης συναίνεσης.
La nulidad de la sentencia fue confirmada por la corte superior.
Η λέξη "nulidad" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να βρείτε εκφράσεις που σχετίζονται με την έννοια της ακυρότητας:
Η ακυρότητα μιας διοικητικής πράξης μπορεί να δηλωθεί από το δικαστήριο.
En casos de nulidad de matrimonio, los efectos son retroactivos.
Σε περιπτώσεις ακυρότητας γάμου, οι επιπτώσεις είναι αναδρομικές.
La nulidad relativa puede ser subsanada si se cumplen ciertos requisitos.
Η λέξη "nulidad" προέρχεται από το λατινικό "nullitas", που σημαίνει "μη ύπαρξη" ή "άκυρος".
Συνώνυμο: - Anulación (ακύρωση)
Αντώνυμο: - Validez (ισχύς, εγκυρότητα)