Η λέξη "nulo" είναι επίθετο.
/nulu/
Η λέξη "nulo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι ανύπαρκτο, χωρίς καμία αξία ή ισχύ. Στα νομικά συμφραζόμενα, αναφέρεται σε αποφάσεις ή συμβάσεις που θεωρούνται άκυρες ή ανύπαρκτες. Στη γενική γλώσσα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει πράγματα ή καταστάσεις που δεν έχουν πραγματική αξία ή σημασία.
Η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά υψηλή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και οι νομικές αναφορές τείνουν να είναι πιο συχνές σε νομικές κείμενα.
Η σύμβαση ήταν άκυρη από την αρχή.
La respuesta que dio fue completamente nula.
Η απάντηση που έδωσε ήταν εντελώς ανύπαρκτη.
La evidencia presentada se considera nula por falta de autenticidad.
Η λέξη "nulo" δεν είναι άμεσα ενσωματωμένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες φράσεις που σχετίζονται με την έννοια της ανυπαρξίας ή της ακυρότητας:
Το επιχείρημά του είναι ανύπαρκτο και χωρίς βάση.
No puedo aceptar una propuesta nula.
Δεν μπορώ να αποδεχτώ μια ανύπαρκτη πρόταση.
El esfuerzo fue nulo, no logré nada.
Ο κόπος ήταν ανύπαρκτος, δεν πέτυχα τίποτα.
La justificación que presentó fue nula.
Η δικαιολογία που παρουσίασε ήταν άκυρη.
Un pago nulo no se considera válido.
Η λέξη "nulo" προέρχεται από το λατινικό "nullus", που σημαίνει "κανένας" ή "τίποτα".
Συνώνυμα: - vacío (κενός) - inexistente (ανύπαρκτος) - nulo (ανύπαρκτος)
Αντώνυμα: - válido (έγκυρος) - significativo (σημαντικός) - efectivo (αποτελεσματικός)