nulo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

nulo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "nulo" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/nulu/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "nulo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι ανύπαρκτο, χωρίς καμία αξία ή ισχύ. Στα νομικά συμφραζόμενα, αναφέρεται σε αποφάσεις ή συμβάσεις που θεωρούνται άκυρες ή ανύπαρκτες. Στη γενική γλώσσα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει πράγματα ή καταστάσεις που δεν έχουν πραγματική αξία ή σημασία.

Η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά υψηλή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και οι νομικές αναφορές τείνουν να είναι πιο συχνές σε νομικές κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El contrato era nulo desde el principio.
  2. Η σύμβαση ήταν άκυρη από την αρχή.

  3. La respuesta que dio fue completamente nula.

  4. Η απάντηση που έδωσε ήταν εντελώς ανύπαρκτη.

  5. La evidencia presentada se considera nula por falta de autenticidad.

  6. Η αποδεικτική στοιχείωση που παρουσιάστηκε θεωρείται άκυρη λόγω έλλειψης αυθεντικότητας.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "nulo" δεν είναι άμεσα ενσωματωμένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες φράσεις που σχετίζονται με την έννοια της ανυπαρξίας ή της ακυρότητας:

  1. Su argumento es nulo y sin fundamento.
  2. Το επιχείρημά του είναι ανύπαρκτο και χωρίς βάση.

  3. No puedo aceptar una propuesta nula.

  4. Δεν μπορώ να αποδεχτώ μια ανύπαρκτη πρόταση.

  5. El esfuerzo fue nulo, no logré nada.

  6. Ο κόπος ήταν ανύπαρκτος, δεν πέτυχα τίποτα.

  7. La justificación que presentó fue nula.

  8. Η δικαιολογία που παρουσίασε ήταν άκυρη.

  9. Un pago nulo no se considera válido.

  10. Ένα ανύπαρκτο πληρωμή δεν θεωρείται έγκυρη.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "nulo" προέρχεται από το λατινικό "nullus", που σημαίνει "κανένας" ή "τίποτα".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - vacío (κενός) - inexistente (ανύπαρκτος) - nulo (ανύπαρκτος)

Αντώνυμα: - válido (έγκυρος) - significativo (σημαντικός) - efectivo (αποτελεσματικός)



23-07-2024