Η λέξη "numeroso" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "numeroso" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: [nu.meˈɾo.so].
Η λέξη "numeroso" αναφέρεται σε κάτι που έχει πολλούς αριθμούς ή ποσότητες, ή σε πράγματα που είναι αρκετά ή πολλά. Χρησιμοποιείται συχνά σε καταστάσεις που αναφέρονται σε ομάδες ή συνόλους που αποτελούνται από πολλά μέλη ή στοιχεία.
Σε γενικές γραμμές, η χρήση του "numeroso" είναι συχνή και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, ωστόσο μπορεί να παρατηρηθεί ότι χρησιμοποιείται περισσότερο σε επίσημα ή γραπτά κείμενα.
Los estudiantes en la clase son numerosos.
(Οι μαθητές στην τάξη είναι πολυάριθμοι.)
Había un número numeroso de personas en el evento.
(Υπήρχε ένα πολυάριθμο πλήθος ανθρώπων στην εκδήλωση.)
Η λέξη "numeroso" βρίσκεται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις που εκφράζουν την ιδέα της πολυπληθούς ή μεγάλης ποσότητας:
Una multitud numerosa.
(Μία πολυάριθμη πλήθος.)
Recibimos numerosos elogios por el trabajo.
(Δεχτήκαμε πολυάριθμα σχόλια για τη δουλειά.)
Hay numerosos caminos para llegar a la misma meta.
(Υπάρχουν πολλοί δρόμοι για να φτάσεις στον ίδιο στόχο.)
Tienen numerosos recursos a su disposición.
(Έχουν πολυάριθμους πόρους στη διάθεσή τους.)
Las comunidades son numerosas en esta región.
(Οι κοινότητες είναι πολυάριθμες σε αυτή τη περιοχή.)
Η λέξη "numeroso" προέρχεται από το λατινικό "numerosus", το οποίο σημαίνει "πολυάριθμος", και σχετίζεται με τη ρίζα "numerus", που σημαίνει "αριθμός".
Συνώνυμα:
- abundante (άφθονος)
- copioso (πλούσιος)
- variado (ποικίλος)
Αντώνυμα:
- escaso (άρρηκτος)
- limitado (περιορισμένος)
- poco (λίγος)