Το "nutrido" είναι επίθετο στη γλώσσα Ισπανικά.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /nuˈtɾiðo/
Η λέξη "nutrido" σημαίνει "θρεπτικός" ή "τροφικός" και αναφέρεται σε κάτι που παρέχει τα απαραίτητα θρεπτικά στοιχεία που χρειάζεται ο οργανισμός. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε συζητήσεις σχετικά με τη διατροφή και την υγεία.
Το φαγητό που φάγαμε χθες ήταν πολύ θρεπτικό.
Es importante tener una dieta nutrida para estar saludable.
Είναι σημαντικό να έχεις μία θρεπτική διατροφή για να είσαι υγιής.
Los vegetales son una fuente nutrida de vitaminas.
Η λέξη "nutrido" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Η φράση χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει πολλές γνώσεις ή εμπειρία.
Una vida nutrida.
Αναφέρεται σε μια ζωή γεμάτη εμπειρίες και δραστηριότητες.
Tener un cuerpo nutrido.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον με καλή φυσική κατάσταση ή υγιή σωματική διάπλαση.
Alimento nutrido de amor.
Η λέξη "nutrido" προέρχεται από το ρήμα "nutrir", το οποίο σημαίνει "να θρέφω" ή "να παρέχω τροφή". Αυτό σχετίζεται με το λατινικό "nutrīre", που έχει την ίδια σημασία.
Συνώνυμα: - Alimenticio - Sustancioso - Benéfico
Αντώνυμα: - Desnutrido (αθρεπτικός) - Insulso (άγευστος) - Insuficiente (ανεπαρκής)