Nutriente είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): [nuˈtɾjente]
Η λέξη nutriente αναφέρεται σε οποιαδήποτε ουσία που παρέχει θρεπτικά στοιχεία στον οργανισμό, όπως βιταμίνες, μέταλλα, πρωτεΐνες και υδατάνθρακες. Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά και διατροφικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αυξημένη σε γραπτό λόγο, όπως σε άρθρα και βιβλία σχετικά με τη διατροφή και την υγεία, αλλά χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε συζητήσεις που αφορούν τη διατροφή.
Los nutrientes son esenciales para el buen funcionamiento del cuerpo.
(Οι θρεπτικές ουσίες είναι απαραίτητες για την καλή λειτουργία του σώματος.)
Es importante consumir una dieta rica en nutrientes.
(Είναι σημαντικό να καταναλώνουμε μια διατροφή πλούσια σε θρεπτικές ουσίες.)
Παρά το ότι η λέξη nutriente δεν ανήκει σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, η χρήση της διαφαίνεται συχνά σε εκφράσεις που σχετίζονται με τη διατροφή:
Una dieta balanceada incluye todos los nutrientes.
(Μια ισορροπημένη διατροφή περιλαμβάνει όλα τα θρεπτικά συστατικά.)
Es fundamental saber qué nutrientes requieren nuestro cuerpo.
(Είναι θεμελιώδες να ξέρουμε ποια θρεπτικά συστατικά απαιτεί το σώμα μας.)
El déficit de nutrientes puede provocar problemas de salud.
(Η έλλειψη θρεπτικών ουσιών μπορεί να προκαλέσει προβλήματα υγείας.)
Algunos alimentos son más ricos en nutrientes que otros.
(Ορισμένα τρόφιμα είναι πιο πλούσια σε θρεπτικές ουσίες από άλλα.)
Η λέξη nutriente προέρχεται από το λατινικό nutrientem, το οποίο είναι η μετοχή του ρήματος nutrire που σημαίνει "τροφοδοτώ" ή "τρέφω".
Συνώνυμα - Componente nutritivo (θρεπτικό συστατικό) - Sustancia nutritiva (θρεπτική ουσία)
Αντώνυμα - Carente (έλλειψη, χωρίς θρεπτικά στοιχεία) - Desnutrido (λιποβαρής, χωρίς θρεπτικά στοιχεία)
Η λέξη nutriente χρησιμοποιείται ευρέως σε κείμενα και συζητήσεις που αφορούν τη διατροφή και την υγεία, τονίζοντας τη σημασία της για τη σωματική ευεξία.