Ρήμα
[nuˈtɾiɾ]
Η λέξη "nutrir" στα ισπανικά σημαίνει "να παρέχεις θρεπτικά συστατικά" ή "να χαρίζεις τροφή". Χρησιμοποιείται συχνά στο πλαίσιο της υγιεινής διατροφής και της φροντίδας του σώματος. Η λέξη έχει υψηλή συχνότητα χρήσης τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο συνηθισμένη σε ιατρικά και διατροφικά κείμενα.
Es importante nutrir el cuerpo con alimentos saludables.
(Είναι σημαντικό να θρέφουμε το σώμα με υγιεινές τροφές.)
Los niños necesitan nutrir su mente a través de la lectura.
(Τα παιδιά χρειάζονται να θρέφουν το μυαλό τους μέσω της ανάγνωσης.)
Para estar sanos, debemos nutrir nuestra piel adecuadamente.
(Για να είμαστε υγιείς, πρέπει να θρέφουμε το δέρμα μας κατάλληλα.)
Η λέξη "nutrir" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Nutrir relaciones
(Να θρέφουμε σχέσεις)
Se necesita tiempo y esfuerzo para nutrir relaciones significativas.
(Χρειάζεται χρόνος και προσπάθεια για να θρέψεις σημαντικές σχέσεις.)
Nutrir el alma
(Να θρέφουμε την ψυχή)
La música puede nutrir el alma de muchas maneras.
(Η μουσική μπορεί να θρέψει την ψυχή με πολλούς τρόπους.)
Nutrir los sueños
(Να θρέφουμε τα όνειρα)
Es crucial nutrir los sueños de los niños desde pequeños.
(Είναι κρίσιμο να θρέφουμε τα όνειρα των παιδιών από μικρή ηλικία.)
Η λέξη "nutrir" προέρχεται από το λατινικό "nutrire", που σημαίνει "να θρέφω" ή "να παρέχω διατροφή".
Συνώνυμα: - Alimentar - Sustentar - Proveer
Αντώνυμα: - Desnutrir - Agotar - Privar