Ρήμα.
/obeðeˈθeɾ/ (στην ισπανική προφορά, στην ισπανική διάλεκτο που ακουγόταν σαφώς - το «c» είναι σαν το ελληνικό «θ»).
Η λέξη "obedecer" σημαίνει "να υπακούω" ή "να ακολουθώ" εντολές ή κανόνες. Συχνά χρησιμοποιείται σε νομικά ή εκπαιδευτικά πλαίσια, αναφερόμενη στη συμμόρφωση με τις οδηγίες ή τους νόμους. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή στην καθημερινή ομιλία, καθώς και σε επίσημα κείμενα. Ωστόσο, παρατηρείται ισχυρότερη χρήση στο γραπτό κείμενο, ειδικά σε νομικές και διοικητικές αναφορές.
Οι πολίτες πρέπει να υπακούουν στους νόμους της χώρας.
Es importante que los niños aprendan a obedecer a sus padres.
Είναι σημαντικό τα παιδιά να μάθουν να υπακούουν στους γονείς τους.
El acusado se niega a obedecer las órdenes del tribunal.
Η λέξη "obedecer" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες φράσεις που σχετίζονται με την υπακοή και την συμμόρφωση.
Αν και κάποιες φορές είναι σκόπιμο, δεν πρέπει να ακολουθούμε τυφλά χωρίς κριτική σκέψη.
Obedecer las reglas de convivencia.
Είναι αναγκαίο για μια αρμονική κοινωνία.
No hay manera de hacer que obedezca.
Αυτή η φράση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δείξει πώς κάποιος αρνείται να συμμορφωθεί.
Obedecer a la autoridad.
Η λέξη "obedecer" προέρχεται από το λατινικό "obedire", που σημαίνει "να υπακούω", με την κατάληξη "-ecer" που υποδηλώνει διαδικασία ή δράση.
Συνώνυμα: - acatar (ακολουθώ, σέβομαι) - seguir (ακολουθώ)
Αντώνυμα: - desobedecer (να μην υπακούω) - ignorar (να αγνοώ)