obediencia - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

obediencia (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Obediencia είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.

Φωνητική μεταγραφή

/obeˈðjenθja/ ή /obeˈðensja/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη obediencia αναφέρεται στην κατάθεση ή συμμόρφωση με μια εντολή, κανόνα ή νόμο. Χρησιμοποιείται τόσο στους γενικούς τομείς της καθημερινότητας όσο και σε πιο συγκεκριμένα περιβάλλοντα όπως είναι η θρησκεία και ο νόμος. Στην καθημερινή γλώσσα, η χρήση της μπορεί να είναι αρκετά συχνή, συχνά χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. La obediencia a las reglas es fundamental en la escuela.
    (Η υπακοή στους κανόνες είναι θεμελιώδης στο σχολείο.)

  2. En el ejército, la obediencia es una virtud valorada.
    (Στον στρατό, η υπακοή είναι μια αξία που εκτιμάται.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη obediencia μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. La obediencia ciega lleva a la manipulación.
    (Η τυφλή υπακοή οδηγεί σε χειραγώγηση.)

  2. A falta de obediencia, hay desorden.
    ( Χωρίς υπακοή, υπάρχει αταξία.)

  3. La obediencia es mejor que la resistencia.
    (Η υπακοή είναι καλύτερη από την αντίσταση.)

  4. La obediencia no significa renunciar a tu libre albedrío.
    (Η υπακοή δεν σημαίνει ότι παραιτείσαι από τη θέλησή σου.)

  5. En la religión, la obediencia a Dios es primordial.
    (Στη θρησκεία, η υπακοή στον Θεό είναι πρωταρχική.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη obediencia προέρχεται από το λατινικό "obedientia", το οποίο είναι το ουσιαστικό της λέξης "obedire", που σημαίνει "υπακούω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - sumisión (υποταγή) - docilidad (αυθορμησία)

Αντώνυμα: - desobediencia (ανυπακοή) - rebeldía (επανάσταση)



23-07-2024