Obediencia είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/obeˈðjenθja/ ή /obeˈðensja/
Η λέξη obediencia αναφέρεται στην κατάθεση ή συμμόρφωση με μια εντολή, κανόνα ή νόμο. Χρησιμοποιείται τόσο στους γενικούς τομείς της καθημερινότητας όσο και σε πιο συγκεκριμένα περιβάλλοντα όπως είναι η θρησκεία και ο νόμος. Στην καθημερινή γλώσσα, η χρήση της μπορεί να είναι αρκετά συχνή, συχνά χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο.
La obediencia a las reglas es fundamental en la escuela.
(Η υπακοή στους κανόνες είναι θεμελιώδης στο σχολείο.)
En el ejército, la obediencia es una virtud valorada.
(Στον στρατό, η υπακοή είναι μια αξία που εκτιμάται.)
Η λέξη obediencia μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
La obediencia ciega lleva a la manipulación.
(Η τυφλή υπακοή οδηγεί σε χειραγώγηση.)
A falta de obediencia, hay desorden.
( Χωρίς υπακοή, υπάρχει αταξία.)
La obediencia es mejor que la resistencia.
(Η υπακοή είναι καλύτερη από την αντίσταση.)
La obediencia no significa renunciar a tu libre albedrío.
(Η υπακοή δεν σημαίνει ότι παραιτείσαι από τη θέλησή σου.)
En la religión, la obediencia a Dios es primordial.
(Στη θρησκεία, η υπακοή στον Θεό είναι πρωταρχική.)
Η λέξη obediencia προέρχεται από το λατινικό "obedientia", το οποίο είναι το ουσιαστικό της λέξης "obedire", που σημαίνει "υπακούω".
Συνώνυμα: - sumisión (υποταγή) - docilidad (αυθορμησία)
Αντώνυμα: - desobediencia (ανυπακοή) - rebeldía (επανάσταση)