Η λέξη "obediente" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή της λέξης "obediente": [oβeˈðjente].
Η μετάφραση της λέξης "obediente" στα Ελληνικά είναι "υπακοός" ή "πειθαρχημένος".
Η λέξη "obediente" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που υπακούει ή συμμορφώνεται με κανόνες, οδηγίες ή εντολές. Είναι μια λέξη που συναντάται συχνά και στους προφορικούς και στους γραπτούς λόγους, ωστόσο, έχει συνήθως μεγαλύτερη συχνότητα στη γραπτή γλώσσα όταν αναφέρεται σε χαρακτηριστικά χαρακτήρα ή συμπεριφοράς.
El perro es muy obediente y siempre sigue las órdenes.
(Ο σκύλος είναι πολύ υπάκουος και πάντα ακολουθεί τις εντολές.)
Los niños obedientes suelen ser recompensados por sus padres.
(Τα υπάκουα παιδιά συνήθως ανταμείβονται από τους γονείς τους.)
Es importante que un estudiante sea obediente en el aula.
(Είναι σημαντικό ένας μαθητής να είναι υπάκουος στην τάξη.)
Η λέξη "obediente" χρησιμοποιείται και σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
"Ser obediente es la clave del éxito en un entorno disciplinado."
(Η υπακοή είναι το κλειδί της επιτυχίας σε ένα πειθαρχημένο περιβάλλον.)
"Un buen trabajador es aquel que es obediente y comprometido."
(Ένας καλός εργαζόμενος είναι αυτός που είναι υπάκουος και αφοσιωμένος.)
"La obediencia trae consigo la paz en la comunidad."
(Η υπακοή φέρνει ειρήνη στην κοινότητα.)
"Los animales obedientes son más fáciles de entrenar."
(Τα υπάκουα ζώα είναι πιο εύκολο να εκπαιδευτούν.)
"Ser obediente en el ejército es fundamental para la disciplina."
(Η υπακοή στον στρατό είναι θεμελιώδης για την πειθαρχία.)
"Los seguidores obedientes son los que logran el progreso colectivo."
(Οι υπάκουοι οπαδοί είναι αυτοί που επιτυγχάνουν την συλλογική πρόοδο.)
Η λέξη "obediente" προέρχεται από το ρήμα "obedecer," που σημαίνει "να υπακούω." Στα Λατινικά, το ρήμα σχετίζεται με τη λέξη "obedientem," που έχει παρόμοια σημασία.
Συνώνυμα: - Sujeto (υπάκουος) - Respetuoso (σεβαστικός)
Αντώνυμα: - Desobediente (ανυπάκουος) - Rebelde (επαναστάτης)