Το "obesidad" είναι ουσιαστικό γένους θηλυκού.
Φωνητική μεταγραφή: /oβe.si.ˈðað/
Η λέξη "obesidad" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "παχυσαρκία".
Η λέξη "obesidad" αναφέρεται στην κατάσταση του να είναι κανείς υπέρβαρος ή παχύσαρκος, συνήθως θεωρείται ότι συμβαδίζει με έναν υπερβολικό δείκτη μάζας σώματος (BMI). Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των γιατρών και των επαγγελματιών υγείας, αλλά επίσης στην καθημερινή ομιλία. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή λόγω του ενδιαφέροντος για θέματα υγείας και διατροφής, και χρησιμοποιείται περισσότερο στον γραπτό λόγο.
"La obesidad es un problema de salud pública en muchos países."
(Η παχυσαρκία είναι ένα πρόβλημα δημόσιας υγείας σε πολλές χώρες.)
"Para combatir la obesidad, es fundamental llevar una dieta equilibrada."
(Για να καταπολεμήσουμε την παχυσαρκία, είναι θεμελιώδες να ακολουθούμε μια ισορροπημένη διατροφή.)
Η λέξη "obesidad" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα των Ισπανών:
"Luchar contra la obesidad"
(Να αγωνίζεσαι ενάντια στην παχυσαρκία.)
"Prevención de la obesidad infantil"
(Πρόληψη της παιδικής παχυσαρκίας.)
"Las consecuencias de la obesidad son perjudiciales para la salud."
(Οι συνέπειες της παχυσαρκίας είναι επιβλαβείς για την υγεία.)
"La obesidad no solo afecta el cuerpo, sino también la autoestima."
(Η παχυσαρκία επηρεάζει όχι μόνο το σώμα, αλλά και την αυτοεκτίμηση.)
"Es importante educar sobre la obesidad y sus riesgos."
(Είναι σημαντικό να εκπαιδεύουμε για την παχυσαρκία και τους κινδύνους της.)
Η λέξη "obesidad" προέρχεται από το λατινικό "obesitas", που με τη σειρά του προέρχεται από το "obesus", το οποίο σημαίνει "παχύς".
Συνώνυμα:
- "sobrepeso" (υπέρβαρος)
- "plumpitud" (παχυσαρκία, λίπος)
Αντώνυμα:
- "delgadez" (λεπτότητα)
- "esbeltez" (κανονικό βάρος)