obeso - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

obeso (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

obeso: επίθετο

Φωνητική μεταγραφή

[ oˈβeso ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "obeso" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που είναι παχύς ή υπέρβαρος. Στον τομέα της ιατρικής, ο όρος αυτός μπορεί να σχετίζεται με ζητήματα υγείας που συνδέονται με την παχυσαρκία. Είναι μια συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη και εμφανίζεται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El niño es obeso y necesita hacer ejercicio.
  2. Το παιδί είναι παχύς και χρειάζεται να γυμναστεί.

  3. La obesidad puede causar problemas de salud graves.

  4. Η παχυσαρκία μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα υγείας.

  5. Es importante educar sobre la alimentación para evitar ser obeso.

  6. Είναι σημαντικό να εκπαιδεύσουμε σχετικά με τη διατροφή για να αποφύγουμε την παχυσαρκία.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "obeso" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και οι ιδιωματικές φράσεις που την περιλαμβάνουν μπορεί να είναι λιγότερο συνηθισμένες. Ωστόσο, παρακάτω υπάρχουν κάποιες προτάσεις:

  1. Es un obeso con corazón de niño.
  2. Είναι ένας παχύς με καρδιά παιδιού.

  3. No hay que juzgar a un obeso por su aspecto.

  4. Δεν πρέπει να κρίνουμε έναν παχύ λόγω της εμφάνισής του.

  5. El obeso a veces es más feliz que un delgado.

  6. Ο παχύς είναι μερικές φορές πιο ευτυχισμένος από έναν λεπτό.

Ετυμολογία

Η λέξη "obeso" προέρχεται από το Λατινικό "obēsus", το οποίο σημαίνει "παχύς" ή "χείριστος" (από το ρήμα "obedire", που σημαίνει "να υπακούει").

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - gordo - sobrepeso

Αντώνυμα: - delgado - flaco



23-07-2024