Obispo είναι ουσιαστικό.
[oˈβispo]
Η λέξη "obispo" αναφέρεται σε έναν θρησκευτικό ηγέτη, ιδιαίτερα στη χριστιανική εκκλησία. Ο επίσκοπος έχει την ευθύνη να επιβλέπει και να καθοδηγεί τις εκκλησίες υπό την εποπτεία του, παρέχοντας πνευματική καθοδήγηση. Στα ισπανικά, η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε θρησκευτικά και formal πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό λόγο, ειδικά σε θρησκευτικές κείμενα ή θεολογικές συζητήσεις.
Ο επίσκοπος θα επισκεφτεί την ενορία μας την επόμενη εβδομάδα.
El obispo dio un discurso sobre la importancia de la unidad en la iglesia.
Η λέξη "obispo" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρει εφαρμογή σε θρησκευτικά συμφραζόμενα.
Αν έρθει ο επίσκοπος, θα είναι μια καλή μέρα για την κοινότητα.
Obispo fiel.
Η λέξη "obispo" προέρχεται από τη λατινική λέξη "episcopus", που σημαίνει "επικεφαλής" ή "υπεύθυνος". Η ρίζα της λέξης ετυμολογικά σχετίζεται με την ελληνική λέξη "ἐπίσκοπος" (episkopos), που έχει την ίδια σημασία.
Pastor (ποιμένας)
Αντώνυμα: