obispo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

obispo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Obispo είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

[oˈβispo]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "obispo" αναφέρεται σε έναν θρησκευτικό ηγέτη, ιδιαίτερα στη χριστιανική εκκλησία. Ο επίσκοπος έχει την ευθύνη να επιβλέπει και να καθοδηγεί τις εκκλησίες υπό την εποπτεία του, παρέχοντας πνευματική καθοδήγηση. Στα ισπανικά, η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε θρησκευτικά και formal πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό λόγο, ειδικά σε θρησκευτικές κείμενα ή θεολογικές συζητήσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El obispo visitará nuestra parroquia la próxima semana.
  2. Ο επίσκοπος θα επισκεφτεί την ενορία μας την επόμενη εβδομάδα.

  3. El obispo dio un discurso sobre la importancia de la unidad en la iglesia.

  4. Ο επίσκοπος έδωσε μια ομιλία για τη σημασία της ενότητας στην εκκλησία.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "obispo" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρει εφαρμογή σε θρησκευτικά συμφραζόμενα.

  1. A traer de obispo.
  2. Σημαίνει "να φέρει κάποιος καλές ειδήσεις ή ευλογίες".
  3. Si viene el obispo, será un buen día para la comunidad.
  4. Αν έρθει ο επίσκοπος, θα είναι μια καλή μέρα για την κοινότητα.

  5. Obispo fiel.

  6. Αυτή η φράση αναφέρεται σε έναν επίσκοπο που είναι πιστός στις διδασκαλίες και τα αξιώματα της πίστης.
  7. El obispo fiel siempre guía a su rebaño con sabiduría.
  8. Ο πιστός επίσκοπος πάντα καθοδηγεί το ποίμνιό του με σοφία.

Ετυμολογία

Η λέξη "obispo" προέρχεται από τη λατινική λέξη "episcopus", που σημαίνει "επικεφαλής" ή "υπεύθυνος". Η ρίζα της λέξης ετυμολογικά σχετίζεται με την ελληνική λέξη "ἐπίσκοπος" (episkopos), που έχει την ίδια σημασία.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



22-07-2024