Το "objetivo" είναι ουσιαστικό στην ισπανική γλώσσα.
/ob.xeˈti.βo/
Η λέξη "objetivo" χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε έναν στόχο ή σκοπό που επιδιώκεται. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς όπως η εκπαίδευση, η ψυχολογία, η στρατηγική και η επιχειρηματικότητα. Στην καθημερινή γλώσσα, συναντάται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά εμφανίζεται συχνότερα σε γραπτά συμφραζόμενα, όπως αναφορές ή επιχειρηματικά σχέδια.
Παραδείγματα προτάσεων:
- Nuestro objetivo es aumentar las ventas este año.
(Ο στόχος μας είναι να αυξήσουμε τις πωλήσεις φέτος.)
Η λέξη "objetivo" δεν αναγνωρίζεται άμεσα σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να εκφράσει έννοιες. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Tener un objetivo claro es fundamental para el éxito.
(Έχοντας ένα καθαρό στόχο είναι θεμελιώδες για την επιτυχία.)
Establecer objetivos alcanzables ayuda a mantener la motivación.
(Η θέσπιση κατακτητών στόχων βοηθά στη διατήρηση της κίνησης.)
Mi objetivo personal es aprender un nuevo idioma.
(Ο προσωπικός μου στόχος είναι να μάθω μια νέα γλώσσα.)
Η λέξη "objetivo" προέρχεται από το λατινικό "objectivus", που σημαίνει "αντικειμενικός". Η ρίζα "objectus" αναφέρεται σε κάτι που είναι "θέμα" ή "αντικείμενο".
Συνώνυμα: - meta (στόχος) - propósito (σκοπός) - finalidad (καταληκτικός σκοπός)
Αντώνυμα: - subjetivo (υποκειμενικός) - inalcanzable (μη εφικτός)
Αυτή η ανάλυση καλύπτει τη λέξη "objetivo" με όλους τους σχετικούς τομείς. Αν έχετε άλλες ερωτήσεις ή χρειάζεστε περισσότερες πληροφορίες, παρακαλώ ενημερώστε με!