"objeto" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /obˈxeto/
Η λέξη "objeto" στα Ισπανικά σημαίνει "αντικείμενο" και αναφέρεται σε οποιοδήποτε υλικό ή αφηρημένο ον. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει κάτι το οποίο έχει υλική ή νομική υπόσταση. Υπάρχει σύγκριση μεταξύ αντικειμένων στη φυσική ή νομική έννοια.
Η συχνότητα χρήσης του "objeto" είναι σχετικά υψηλή, και χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να βρεθεί και στον προφορικό λόγο.
El objeto que compré es muy útil.
Το αντικείμενο που αγόρασα είναι πολύ χρήσιμο.
Necesitamos definir el objeto de nuestro estudio.
Πρέπει να καθορίσουμε το αντικείμενο της μελέτης μας.
Στα Ισπανικά, το "objeto" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Ser objeto de críticas.
Να είναι αντικείμενο κριτικών.
Αυτό σημαίνει ότι κάποιος ή κάτι είναι επικεντρωμένο σε αρνητικά σχόλια.
Poner el objeto sobre la mesa.
Να θέσουμε το αντικείμενο στο τραπέζι.
Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει ότι οι απόψεις ή τα θέματα πρέπει να συζητηθούν ανοιχτά.
Hacer un objeto de estudio.
Να κάνουμε ένα αντικείμενο μελέτης.
Χρησιμοποιείται όταν κάτι επιλέγεται για ανάλυση ή έρευνα.
Η λέξη "objeto" προέρχεται από το λατινικό "obiectum," που σημαίνει "ό,τι τοποθετείται μπροστά, ό,τι αντικείμενο". Επίσης συσχετίζεται με το ρήμα "objetar" που σημαίνει "αντιτάσσομαι".
Συνώνυμα: - elemento (στοιχείο) - cosa (πράγμα)
Αντώνυμα: - sujeto (υποκείμενο) - concepto (έννοια)