Ουσιαστικό (ειδικότερα, πληθυντικό)
[obˈxetos]
Η λέξη "objetos" στα ισπανικά αναφέρεται σε φυσικά ή αφηρημένα αντικείμενα, στοιχεία ή πράγματα. Χρησιμοποιείται ευρέως στη συζήτηση για διάφορα θέματα, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αφορούν το νόμο ή την τεχνολογία. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή σε γραπτά και προφορικά κείμενα, κυρίως σε καθημερινές συζητήσεις και επιστημονικά γράμματα.
Los objetos en la sala son muy coloridos.
(Τα αντικείμενα στην αίθουσα είναι πολύ χρωματιστά.)
En la clase de física, estudiamos los objetos en movimiento.
(Στην τάξη της φυσικής, μελετάμε τα αντικείμενα σε κίνηση.)
Los objetos perdidos deben ser reclamados en la oficina.
(Τα χαμένα αντικείμενα πρέπει να ανακτηθούν στο γραφείο.)
Η λέξη "objetos" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συναντηθεί σε ορισμένες αποφθέγματα ή περιγραφές.
Ella siempre busca objetos de deseo para decorar su casa.
(Αυτή πάντα ψάχνει αντικείμενα επιθυμίας για να διακοσμήσει το σπίτι της.)
Objetos perdidos
(Χαμένα αντικείμενα)
La tienda tiene una sección de objetos perdidos.
(Το κατάστημα έχει μια ενότητα χαμένων αντικειμένων.)
Objetos de estudio
(Αντικείμενα μελέτης)
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "objectum", που σημαίνει "αυτό που προτάσσεται", από το ρήμα "jacere", που σημαίνει "ρίχνω". Η εξέλιξή της στη σύγχρονη ισπανική γλώσσα διατηρεί αυτή την ιδέα του αντικειμένου ή του πράγματος που αναφέρεται σε κάτι συγκεκριμένο.
Συνώνυμα: - elementos (στοιχεία) - artículos (άρθρα)
Αντώνυμα: - sujetos (υποκείμενα) - seres (οντότητες)