obligado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

obligado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Obligado είναι επίθετο και συμμετοχή του ρήματος "obligar".

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [oβliˈɣaðo]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία

Η λέξη "obligado" σημαίνει ότι κάποιος είναι υποχρεωμένος να κάνει κάτι ή ότι υπάρχει κάποια υποχρέωση απέναντι σε μια κατάσταση. Στη γλώσσα των Ισπανικά, χρησιμοποιείται συχνά σε ρητά, νομικά και ιατρικά συμφραζόμενα για να δηλώσει μια υποχρέωση ή εξαναγκαστική πράξη. Η συχνότητά της είναι αρκετά υψηλή και χρησιμοποιείται συχνότερα στον προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Siempre me siento obligado a ayudar a los demás.
    Πάντα νιώθω υποχρεωμένος να βοηθώ τους άλλους.

  2. La ley me obliga a pagar impuestos.
    Ο νόμος με υποχρεώνει να πληρώνω φόρους.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "obligado" χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδειγματικές προτάσεις:

  1. Está obligado por la ley.
    Είναι υποχρεωμένος από το νόμο.

  2. Me siento obligado a cumplir con mis promesas.
    Νιώθω υποχρεωμένος να τηρήσω τις υποσχέσεις μου.

  3. Es un hecho que estamos obligados a respetar las reglas.
    Είναι γεγονός ότι είμαστε υποχρεωμένοι να σεβόμαστε τους κανόνες.

  4. Si no lo haces, estarás obligado a enfrentar las consecuencias.
    Αν δεν το κάνεις, θα είσαι υποχρεωμένος να αντιμετωπίσεις τις συνέπειες.

  5. Estarás obligado a asistir a la reunión.
    Θα είσαι υποχρεωμένος να παραστείς στη συνάντηση.

  6. Los estudiantes están obligados a realizar su trabajo.
    Οι μαθητές είναι υποχρεωμένοι να ολοκληρώσουν τη δουλειά τους.

  7. Ella se sintió obligada a aceptar la oferta.
    Αυτή ένιωσε υποχρεωμένη να αποδεχθεί την προσφορά.

Ετυμολογία

Η λέξη "obligado" προέρχεται από το λατινικό "obligatus", που σημαίνει "δεσμευμένος" ή "υποχρεωμένος", και είναι συνδεδεμένη με το ρήμα "obligare" που σημαίνει "να αφήνω κάτι σε χρέος ή να δεσμεύω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα - Forzado (εξαναγκασμένος) - Compelido (υποχρεωμένος)

Αντώνυμα - Libre (ελεύθερος) - Opcional (προαιρετικός)



23-07-2024