Ρήμα
/obliˈɣaɾ/
Η λέξη "obligar" στα ισπανικά σημαίνει να επιβάλλεις ή να καθιστάς κάποιον υποχρεωμένο να κάνει κάτι. Χρησιμοποιείται ευρέως σε διάφορα πλαίσια, συμπεριλαμβανομένων νομικών κειμένων, αλλά και στην καθημερινή ομιλία. Η χρήση της είναι συχνή και εμφανίζεται σε γραπτό και προφορικό λόγο. Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή σε νομικά κείμενα καθώς και στις καθημερινές συνομιλίες.
Es necesario obligar a los estudiantes a estudiar para sus exámenes.
(Είναι απαραίτητο να υποχρεώνεις τους μαθητές να μελετούν για τις εξετάσεις τους.)
El juez decidió obligar al acusado a pagar una indemnización.
(Ο δικαστής αποφάσισε να αναγκάσει τον κατηγορούμενο να πληρώσει μια αποζημίωση.)
Η λέξη "obligar" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να είναι μέλος κάποιων φράσεων που σχετίζονται με την υποχρέωση και τις νομικές διαδικασίες.
Obligar a alguien a elegir entre dos opciones.
(Να υποχρεώσεις κάποιον να επιλέξει ανάμεσα σε δύο επιλογές.)
A veces, la ley obliga a las personas a cumplir con sus responsabilidades.
(Κάποιες φορές, ο νόμος υποχρεώνει τους ανθρώπους να εκπληρώνουν τις ευθύνες τους.)
Η λέξη "obligar" προέρχεται από το λατινικό "obligāre", το οποίο σημαίνει "να δέσεις" ή "να υποχρεώνεις". Ετυμολογικά συνδέεται με τη ρίζα "ligare" που σημαίνει "να συνδέω".
Συνώνυμα: - forzar (να αναγκάζω) - coaccionar (να πιέζω)
Αντώνυμα: - liberar (να απελευθερώνω) - permitir (να επιτρέπω)