obligar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

obligar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

/obliˈɣaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "obligar" στα ισπανικά σημαίνει να επιβάλλεις ή να καθιστάς κάποιον υποχρεωμένο να κάνει κάτι. Χρησιμοποιείται ευρέως σε διάφορα πλαίσια, συμπεριλαμβανομένων νομικών κειμένων, αλλά και στην καθημερινή ομιλία. Η χρήση της είναι συχνή και εμφανίζεται σε γραπτό και προφορικό λόγο. Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή σε νομικά κείμενα καθώς και στις καθημερινές συνομιλίες.

Παραδείγματα Προτάσεων

  1. Es necesario obligar a los estudiantes a estudiar para sus exámenes.
    (Είναι απαραίτητο να υποχρεώνεις τους μαθητές να μελετούν για τις εξετάσεις τους.)

  2. El juez decidió obligar al acusado a pagar una indemnización.
    (Ο δικαστής αποφάσισε να αναγκάσει τον κατηγορούμενο να πληρώσει μια αποζημίωση.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "obligar" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να είναι μέλος κάποιων φράσεων που σχετίζονται με την υποχρέωση και τις νομικές διαδικασίες.

  1. Obligar a alguien a elegir entre dos opciones.
    (Να υποχρεώσεις κάποιον να επιλέξει ανάμεσα σε δύο επιλογές.)

  2. A veces, la ley obliga a las personas a cumplir con sus responsabilidades.
    (Κάποιες φορές, ο νόμος υποχρεώνει τους ανθρώπους να εκπληρώνουν τις ευθύνες τους.)

Ετυμολογία

Η λέξη "obligar" προέρχεται από το λατινικό "obligāre", το οποίο σημαίνει "να δέσεις" ή "να υποχρεώνεις". Ετυμολογικά συνδέεται με τη ρίζα "ligare" που σημαίνει "να συνδέω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - forzar (να αναγκάζω) - coaccionar (να πιέζω)

Αντώνυμα: - liberar (να απελευθερώνω) - permitir (να επιτρέπω)



22-07-2024