Το "obligarse" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "obligarse" είναι [oβliˈɣaɾse].
Η λέξη "obligarse" σημαίνει να αναλαμβάνει κάποιος μια υποχρέωση ή να δεσμεύεται να πραγματοποιήσει κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά κείμενα και συμβάσεις, καθώς και στην καθημερινή γλώσσα για να δηλώσει μια προσωπική δέσμευση. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, ειδικά σε γραπτά συμφραζόμενα καθώς και προφορικά.
Me voy a obligar a estudiar más.
(Θα υποχρεωθώ να μελετήσω περισσότερο.)
Todos deben obligarse a cumplir las normas.
(Όλοι πρέπει να υποχρεωθούν να τηρούν τους κανόνες.)
Nos obligamos a ayudar a quienes más lo necesitan.
(Δεσμευόμαστε να βοηθήσουμε αυτούς που το χρειάζονται περισσότερο.)
Η λέξη "obligarse" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, δείχνοντας την έννοια της δέσμευσης ή υποχρέωσης.
Es importante obligarse a uno mismo a seguir adelante.
(Είναι σημαντικό να υποχρεώσουμε τον εαυτό μας να προχωρήσουμε.)
Obligarse por los demás: Να δεσμεύεσαι λόγω άλλων.
Muchas veces, las personas se obligan por los demás y no por sí mismas.
(Πολλές φορές, οι άνθρωποι δεσμεύονται λόγω των άλλων και όχι για τον εαυτό τους.)
Obligarse a actuar: Να υποχρεωθείς να ενεργήσεις.
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "obligare", που σημαίνει "δεσμεύω" ή "υποχρεώνω".
Συνώνυμα: - comprometerse - asumir
Αντώνυμα: - desobligarse (αποδεσμεύομαι) - liberarse (απελευθερώνομαι)