Η λέξη "obligatorio" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "obligatorio" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: [oβliɡaˈtoɾjo]
Η λέξη "obligatorio" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι υποχρεωτικό ή αναγκαίο. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά ή επίσημα συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, κυρίως σε γραπτό λόγο, όπως σε νόμους, κανονισμούς ή συμφωνίες.
Η χρήση της ζώνης ασφαλείας είναι υποχρεωτική.
Es obligatorio presentar la documentación a tiempo.
Είναι υποχρεωτικό να υποβάλετε την τεκμηρίωση εγκαίρως.
Los estudiantes deben asistir a clases, es obligatorio.
Η λέξη "obligatorio" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Είναι υποχρεωτικό να τηρείτε τους κανόνες.
La asistencia es obligatoria para todos los empleados.
Η παρουσία είναι υποχρεωτική για όλους τους υπαλλήλους.
Debe entregar el informe, es obligatorio para su evaluación.
Πρέπει να υποβάλετε την αναφορά, είναι υποχρεωτικό για την αξιολόγησή σας.
Es obligatorio usar casco en la construcción.
Είναι υποχρεωτικό να φοράτε κράνος στην οικοδομή.
Recuerde que la educación es obligatoria en muchos países.
Η λέξη "obligatorio" προέρχεται από την λατινική λέξη "obligatorius", που σημαίνει 'υποχρεωτικός'. Αυτή με τη σειρά της προέρχεται από το ρήμα "obligare", το οποίο σημαίνει 'να συνδέσω' ή 'να υποχρεώσω'.