obligatorio - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

obligatorio (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "obligatorio" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "obligatorio" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: [oβliɡaˈtoɾjo]

Επιλογές μετάφρασης στα Ελληνικά

Σημασία και χρήση

Η λέξη "obligatorio" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι υποχρεωτικό ή αναγκαίο. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά ή επίσημα συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, κυρίως σε γραπτό λόγο, όπως σε νόμους, κανονισμούς ή συμφωνίες.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El uso del cinturón de seguridad es obligatorio.
  2. Η χρήση της ζώνης ασφαλείας είναι υποχρεωτική.

  3. Es obligatorio presentar la documentación a tiempo.

  4. Είναι υποχρεωτικό να υποβάλετε την τεκμηρίωση εγκαίρως.

  5. Los estudiantes deben asistir a clases, es obligatorio.

  6. Οι μαθητές πρέπει να παρακολουθούν τα μαθήματα, είναι υποχρεωτικό.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "obligatorio" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Es obligatorio cumplir con las normas.
  2. Είναι υποχρεωτικό να τηρείτε τους κανόνες.

  3. La asistencia es obligatoria para todos los empleados.

  4. Η παρουσία είναι υποχρεωτική για όλους τους υπαλλήλους.

  5. Debe entregar el informe, es obligatorio para su evaluación.

  6. Πρέπει να υποβάλετε την αναφορά, είναι υποχρεωτικό για την αξιολόγησή σας.

  7. Es obligatorio usar casco en la construcción.

  8. Είναι υποχρεωτικό να φοράτε κράνος στην οικοδομή.

  9. Recuerde que la educación es obligatoria en muchos países.

  10. Να θυμάστε ότι η εκπαίδευση είναι υποχρεωτική σε πολλές χώρες.

Ετυμολογία

Η λέξη "obligatorio" προέρχεται από την λατινική λέξη "obligatorius", που σημαίνει 'υποχρεωτικός'. Αυτή με τη σειρά της προέρχεται από το ρήμα "obligare", το οποίο σημαίνει 'να συνδέσω' ή 'να υποχρεώσω'.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα



23-07-2024