Obrar είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /oˈβɾaɾ/
Η λέξη obrar σημαίνει να δράσει ή να ενεργήσει με έναν συγκεκριμένο τρόπο, συχνά σε σχέση με νομικές ή ηθικές ενέργειες. Χρησιμοποιείται στην Ισπανική γλώσσα σε διάφορους τομείς, όπως η νομική, η οικονομία και η καθημερινή ζωή.
Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, κυρίως στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται σε προφορική χρήση.
Είναι θεμελιώδες να δράσεις με ακεραιότητα σε όλες τις καταστάσεις.
Si quieres lograr tus metas, debes obrar con determinación.
Αν θέλεις να πετύχεις τους στόχους σου, πρέπει να δράσεις με αποφασιστικότητα.
En la vida, a veces es mejor obrar en lugar de solo hablar.
Η λέξη obrar χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Εδώ είναι μερικές:
Δράσε για το κοινό καλό.
Obrar bajo presión.
Δράσε υπό πίεση.
Obrar en consecuencia.
Δράσε αναλόγως.
Obrar conforme a la ley.
Δράσε σύμφωνα με το νόμο.
Obrar de buena fe.
Δράσε καλόπιστα.
Obrar a tiempo.
Η λέξη obrar προέρχεται από το Λατινικό "operare", που σημαίνει "να εργάζεσαι" ή "να δράσεις".
Συνώνυμα: - Actuar (να ενεργήσει) - Efectuar (να εκτελέσει) - Realizar (να πραγματοποιήσει)
Αντώνυμα: - Inhibir (να αναστείλει) - Impedir (να εμποδίσει) - Desistir (να αποσυρθεί)