obrero - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

obrero (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "obrero" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "obrero" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /oˈβɾeɾo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "obrero" μεταφράζεται ως: - εργάτης - εργατικός

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "obrero" αναφέρεται σε ένα άτομο που εργάζεται με το χέρι ή σε φυσική εργασία, συχνά σε βιομηχανίες ή κατασκευές. Χρησιμοποιείται συχνά σε οικονομικά ή κοινωνικά συμφραζόμενα που αφορούν την εργασία και τους εργαζόμενους. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε προφορικό λόγο, αλλά εμφανίζεται και σε γραπτό λόγο, κυρίως σε οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Los obreros están en huelga por mejores derechos laborales.
  2. Οι εργάτες είναι σε απεργία για καλύτερα εργασιακά δικαιώματα.

  3. El obrero trabajó todo el día en la construcción.

  4. Ο εργάτης δούλεψε όλη την ημέρα στην κατασκευή.

  5. La industria necesita más obreros calificados.

  6. Η βιομηχανία χρειάζεται περισσότερους ειδικευμένους εργάτες.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "obrero" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:

  1. "Obrero de la construcción"
  2. (Εργάτης της κατασκευής)
  3. Εξακολουθεί να αναφέρεται σε κάποιον που εργάζεται συγκεκριμένα στον τομέα της κατασκευής.

  4. "Obrero del metal"

  5. (Εργάτης του μετάλλου)
  6. Αναφέρεται σε εργαζόμενο που ασχολείται με τη μεταλλουργία.

  7. "Obrero agrícola"

  8. (Γεωργικός εργάτης)
  9. Σημαίνει κάποιον που εργάζεται στη γεωργία, συνήθως σε αγροκτήματα.

  10. "Obrero en negro"

  11. (Μαύρος εργάτης)
  12. Αναφέρεται σε κάποιον που εργάζεται χωρίς συμβόλαιο ή επίσημη καταγραφή.

  13. "Obrero sindicalizado"

  14. (Συνδικαλισμένος εργάτης)
  15. Σημαίνει έναν εργάτη που ανήκει σε συνδικάτο.

  16. "Obrero especializado"

  17. (Εξειδικευμένος εργάτης)
  18. Αναφέρεται σε έναν εργάτη που έχει ειδικές γνώσεις ή δεξιότητες σε κάποιο τομέα.

Ετυμολογία

Η λέξη "obrero" προέρχεται από το λατινικό "operarius", που σημαίνει εργάτης ή αυτός που εργάζεται.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - trabajador (εργάτης) - empleado (υπάλληλος, αν και αυτό μπορεί να έχει πιο οργανωμένο ή διοικητικό χαρακτήρα)

Αντώνυμα: - desempleado (άνεργος) - patrón (εργοδότης)

Η λέξη "obrero" φέρνει εννοιολογικά μια αίσθηση εργασίας και απλής ανθρώπινης προσπάθειας, που είναι κρίσιμης σημασίας στους τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας.



22-07-2024