Η λέξη "obrero" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "obrero" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /oˈβɾeɾo/
Η λέξη "obrero" μεταφράζεται ως: - εργάτης - εργατικός
Η λέξη "obrero" αναφέρεται σε ένα άτομο που εργάζεται με το χέρι ή σε φυσική εργασία, συχνά σε βιομηχανίες ή κατασκευές. Χρησιμοποιείται συχνά σε οικονομικά ή κοινωνικά συμφραζόμενα που αφορούν την εργασία και τους εργαζόμενους. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε προφορικό λόγο, αλλά εμφανίζεται και σε γραπτό λόγο, κυρίως σε οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά κείμενα.
Οι εργάτες είναι σε απεργία για καλύτερα εργασιακά δικαιώματα.
El obrero trabajó todo el día en la construcción.
Ο εργάτης δούλεψε όλη την ημέρα στην κατασκευή.
La industria necesita más obreros calificados.
Η λέξη "obrero" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Εξακολουθεί να αναφέρεται σε κάποιον που εργάζεται συγκεκριμένα στον τομέα της κατασκευής.
"Obrero del metal"
Αναφέρεται σε εργαζόμενο που ασχολείται με τη μεταλλουργία.
"Obrero agrícola"
Σημαίνει κάποιον που εργάζεται στη γεωργία, συνήθως σε αγροκτήματα.
"Obrero en negro"
Αναφέρεται σε κάποιον που εργάζεται χωρίς συμβόλαιο ή επίσημη καταγραφή.
"Obrero sindicalizado"
Σημαίνει έναν εργάτη που ανήκει σε συνδικάτο.
"Obrero especializado"
Η λέξη "obrero" προέρχεται από το λατινικό "operarius", που σημαίνει εργάτης ή αυτός που εργάζεται.
Συνώνυμα: - trabajador (εργάτης) - empleado (υπάλληλος, αν και αυτό μπορεί να έχει πιο οργανωμένο ή διοικητικό χαρακτήρα)
Αντώνυμα: - desempleado (άνεργος) - patrón (εργοδότης)
Η λέξη "obrero" φέρνει εννοιολογικά μια αίσθηση εργασίας και απλής ανθρώπινης προσπάθειας, που είναι κρίσιμης σημασίας στους τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας.