Επίθετο.
/obsˈseno/
Η λέξη "obsceno" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι σεξουαλικά χυδαίο ή ανήθικο, κάτι που προκαλεί αποστροφή λόγω της αναίρεσης των ηθικών ή κοινωνικών κανόνων. Στα Ισπανικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με συγκέντρωση στα κοινωνικά και νομικά πλαίσια, ιδίως σε συνομιλίες ή κείμενα που σχετίζονται με την ηθική και την κοινωνική συμπεριφορά.
El contenido de esa película es realmente obsceno.
(Το περιεχόμενο αυτής της ταινίας είναι πραγματικά χυδαίο.)
Las imágenes obscenas en las redes sociales pueden influir en los jóvenes.
(Οι χυδαίες εικόνες στα κοινωνικά δίκτυα μπορούν να επηρεάσουν τους νέους.)
Η λέξη "obsceno" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
No es apropiado mostrar imágenes obscenas en público.
(Δεν είναι κατάλληλο να δείχνεις χυδαίες εικόνες δημόσια.)
Su comportamiento en la fiesta fue completamente obsceno.
(Η συμπεριφορά του στη γιορτή ήταν εντελώς ανήθικη.)
Ese tipo de comentario es un acto obsceno que no debería tolerarse.
(Αυτός ο τύπος σχολίου είναι μια χυδαία πράξη που δεν θα έπρεπε να γίνεται ανεκτή.)
El libro fue criticado por su contenido obsceno y provocativo.
(Το βιβλίο επικρίθηκε για το χυδαίο και προκλητικό του περιεχόμενο.)
Η λέξη "obsceno" προέρχεται από το λατινικό "obscenus", το οποίο σημαίνει "κακός" ή "χροίστικος". Το "ob-" (από) και το "caenum" (βρωμιά) συνδυάζονται, που σημαίνει ότι η λέξη παραπέμπει σε κάτι που είναι βρώμικο ή ανήθικο.
Συνώνυμα:
- Indecente (ανήθικος)
- Vulgar (χυδαίος)
- Inmoral (ανήθικος)
Αντώνυμα:
- Decente (ευπρεπής)
- Moral (ηθικός)
- Pío (ενάρετος)