Το "obscuro" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /obsˈku.ɾo/
Η λέξη "obscuro" στην ισπανική γλώσσα σημαίνει κάτι που είναι σκοτεινό, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει περιοχές με έλλειψη φωτός, αλλά και καταστάσεις ή ιδέες που είναι δύσκολα κατανοητές ή ασαφείς. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό κείμενο.
El pasillo estaba obscuro y daba miedo.
(Ο διάδρομος ήταν σκοτεινός και προκαλούσε φόβο.)
Su explicación fue tan obscura que no entendí nada.
(Η εξήγησή του ήταν τόσο ασαφής που δεν κατάλαβα τίποτα.)
Η λέξη "obscuro" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Buscar la verdad en lo obscuro
(Να αναζητάς την αλήθεια στο σκοτάδι.)
Αποδίδει την έννοια της αναζήτησης κάποιων κρυφών ή μη προφανών πληροφοριών.
No todo lo que brilla es oro, a veces lo obscuro esconde tesoros.
(Δεν είναι όλα τα φωτεινά χρυσά, κάποιες φορές το σκοτεινό κρύβει θησαυρούς.)
Υποδηλώνει ότι οι εμφανίσεις μπορεί να είναι παραπλανητικές.
Un pasado obscuro puede ser un motivo de reflexión.
(Ένα σκοτεινό παρελθόν μπορεί να είναι λόγος για προβληματισμό.)
Επικεντρώνεται στην ανάγκη για αυτοκριτική και εξέταση του παρελθόντος.
Η λέξη "obscuro" προέρχεται από το λατινικό "obscurus", το οποίο σημαίνει "σκοτεινός" ή "ασαφής".
Συνώνυμα: - oscuro - tenebroso - impreciso
Αντώνυμα: - claro - luminoso - evidente