obsesionar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

obsesionar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Obsesionar είναι ένα ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης obsesionar είναι /ob.se.si.oˈnaɾ/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "obsesionar" αναφέρεται στην πράξη του να κυριεύει ή να ενοχλεί κάποιον ψυχικά ή συναισθηματικά, δημιουργώντας μια εμμονή. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συνήθως σε ψυχολογικά ή συναισθηματικά συμφραζόμενα, για να περιγράψει έναν κατάσταση όπου μια σκέψη, ένα άτομο ή μια ιδέα καταλαμβάνει υπερβολικά τη σκέψη κάποιου. Η χρήση της είναι συχνότερη στο προφορικό λόγο, αλλά εμφανίζεται και σε γραπτό κείμενο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. A veces, la gente puede obsesionar con cosas pequeñas.
    Κάποιες φορές, οι άνθρωποι μπορούν να κυριεύονται από μικρά πράγματα.

  2. No debes obsesionar con tu imagen; lo importante es cómo te sientes.
    Δεν πρέπει να εμμονεύεις με την εικόνα σου; Το σημαντικό είναι πώς νιώθεις.

  3. La obsesión puede llevar a problemas psicológicos graves.
    Η εμμονή μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "obsesionar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν ορισμένες παραδείγματα:

  1. "Estar obsesionado con algo."
    "Να είσαι εμμονικός με κάτι."
    Π.χ. Él está obsesionado con su trabajo.
    Αυτός είναι εμμονικός με τη δουλειά του.

  2. "Obseso de la perfección."
    "Εμμονικός με την τελειότητα."
    Π.χ. Siempre ha sido un obseso de la perfección en su arte.
    Πάντα ήταν εμμονικός με την τελειότητα στην τέχνη του.

  3. "Obsesionado con el pasado."
    "Εμμονικός με το παρελθόν."
    Π.χ. Ella está obsesionada con el pasado y no puede avanzar.
    Αυτή είναι εμμονική με το παρελθόν και δεν μπορεί να προχωρήσει.

  4. "Obsesionarse por la aprobación de los demás."
    "Να εμμονεύεις με την έγκριση των άλλων."
    Π.χ. Es agotador obsesionarse por la aprobación de los demás.
    Είναι κουραστικό να εμμονεύεις με την έγκριση των άλλων.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "obsesionar" προέρχεται από το λατινικό obsessio, που σημαίνει "επίθεση" ή "κατάληψη", το οποίο σχετίζεται με το ρήμα obsidere, που σημαίνει "να καθίσεις απέναντι" ή "να καταλαμβάνεις".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Enojar (να ενοχλεί) - Preocupar (να ανησυχεί)

Αντώνυμα: - Despreocupar (να αποσπά την προσοχή) - Liberar (να απελευθερώνει)



23-07-2024