Obsessivo είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /ob.seˈsi.βo/
Η λέξη obsessivo αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με εμμονές ή υπερβολικές σκέψεις. Χρησιμοποιείται συνήθως στο πεδίο της ψυχολογίας και ιατρικής για να περιγράψει συμπεριφορές ή καταστάσεις όπου κάποιος έχει επαναλαμβανόμενες σκέψεις ή προτροπές που δεν μπορεί να ελέγξει. Είναι συχνά συναντήσιμο σε ψυχολογικές διαγνώσεις, όπως η Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή (Obsessive-Compulsive Disorder, OCD).
Η λέξη χρησιμοποιείται αρκετά συχνά και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με την ψυχική υγεία.
El comportamiento obsesivo puede afectar la vida diaria.
(Η εμμονική συμπεριφορά μπορεί να επηρεάσει την καθημερινή ζωή.)
A veces, sus pensamientos obsesivos le impiden concentrarse.
(Μερικές φορές, οι εμμονικές σκέψεις του του εμποδίζουν να συγκεντρωθεί.)
Necesita terapia para manejar sus comportamientos obsesivos.
(Χρειάζεται θεραπεία για να διαχειριστεί τις εμμονικές του συμπεριφορές.)
Ejemplo: Él está obsesivo con su trabajo y no se detiene nunca.
(Είναι εμμονικός με τη δουλειά του και δεν σταματά ποτέ.)
Pensamientos obsesivos
(Εμμονικές σκέψεις.)
Ejemplo: Los pensamientos obsesivos pueden ser muy debilitantes.
(Οι εμμονικές σκέψεις μπορεί να είναι πολύ εξουθενωτικές.)
Tendencias obsesivas
(Εμμονικές τάσεις.)
Ejemplo: Sus tendencias obsesivas lo llevaron a buscar ayuda profesional.
(Οι εμμονικές τάσεις του τον οδήγησαν στην αναζήτηση επαγγελματικής βοήθειας.)
Conducta obsesiva
(Εμμονική συμπεριφορά.)
Η λέξη obsesivo προέρχεται από το λατινικό obsessivus, το οποίο σημαίνει "αυτό που καταλαμβάνει ή βασανίζει". Το ρίζα του προέρχεται από το obsidere, που σημαίνει "να πολιορκώ" ή "να καθυστερώ", αναφερόμενο σε καταστάσεις όπου μια σκέψη ή ιδέα καταλαμβάνει τη συνείδηση του ατόμου.
Συνώνυμα:
- compulsivo (καταναγκαστικός)
- insistente (επίμονο)
Αντώνυμα:
- despreocupado (αδιάφορος)
- relajado (χαλαρός)