"Obsolescencia" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/obsoleˈsensja/
Η λέξη "obsolescencia" αναφέρεται στη διαδικασία με την οποία ένα προϊόν ή μια υπηρεσία καταλήγει ξεπερασμένη ή μη χρησιμοποιήσιμη λόγω της εισαγωγής νέων, πιο προηγμένων και αποτελεσματικών εναλλακτικών. Στην οικονομία, η απαξίωση μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη αξία και ζήτησή για προϊόντα, επηρεάζοντας τις εταιρείες και την αγορά εργασίας. Στον τομέα της ιατρικής, μπορεί επίσης να αναφέρεται σε τεχνικές ή θεραπείες που δεν χρησιμοποιούνται πλέον λόγω της εξέλιξης γνώσεων και τεχνολογίας.
Η "obsolescencia" χρησιμοποιείται συχνά στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε ακαδημαϊκά ή επαγγελματικά κείμενα, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί στον προφορικό λόγο, κυρίως σε συζητήσεις που αφορούν την εξέλιξη προϊόντων και υπηρεσιών.
La obsolescencia de los teléfonos móviles es muy rápida.
(Η απαξίωση των κινητών τηλεφώνων είναι πολύ γρήγορη.)
La obsolescencia de los medicamentos puede afectar el tratamiento de enfermedades.
(Η απαξίωση των φαρμάκων μπορεί να επηρεάσει τη θεραπεία ασθενειών.)
Las empresas deben adaptarse a la obsolescencia tecnológica.
(Οι εταιρείες πρέπει να προσαρμοστούν στην τεχνολογική απαξίωση.)
Muchos productos de tecnología están en obsolescencia debido a su rápida actualización.
(Πολλά τεχνολογικά προϊόντα βρίσκονται σε απαξίωση λόγω της γρήγορης αναβάθμισής τους.)
Lucha contra la obsolescencia.
La lucha contra la obsolescencia planificada es un tema de debate actual.
(Η μάχη κατά της προγραμματισμένης απαξίωσης είναι ένα θέμα τρέχουσας συζήτησης.)
Prevención de obsolescencia.
La prevención de obsolescencia en los sistemas de salud es crucial para el bienestar.
(Η πρόληψη της απαξίωσης στα συστήματα υγείας είναι κρίσιμη για την ευημερία.)
Causar obsolescencia.
Η λέξη "obsolescencia" προέρχεται από το λατινικό "obsolescere", που σημαίνει "γίνομαι ξεπερασμένος" ή "χάνω τη χρησιμότητα".