obsoleto - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

obsoleto (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Η λέξη "obsoleto" είναι επίθετο.

Φωνητική Μεταγραφή

Η φωνητική του μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /ob.soˈle.to/

Επιλογές Μετάφρασης (Ελληνικά)

Σημασία της Λέξης

Η λέξη "obsoleto" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει γίνει ανενεργό ή έχει ξεπεραστεί από νέα ή καλύτερη έκδοση. Στη γλώσσα των οικονομικών, μπορεί να αναφέρεται σε τεχνολογίες, προϊόντα ή μεθόδους που δεν χρησιμοποιούνται πια λόγω προόδου ή αλλαγών στην αγορά.

Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό κείμενο, ιδίως σε τεχνικά ή ακαδημαϊκά άρθρα, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα Χρήσης

  1. El uso de computadoras obsoletas limita la productividad.
  2. Η χρήση παρωχημένων υπολογιστών περιορίζει την παραγωγικότητα.

  3. Muchas empresas deben actualizar sus equipos para no volverse obsoletos.

  4. Πολλές επιχειρήσεις πρέπει να ανανεώσουν τον εξοπλισμό τους ώστε να μην γίνουν ξεπερασμένες.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "obsoleto" χρησιμοποιείται και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. "Estar obsoleto en el mercado"
  2. Να είναι παρωχημένος στην αγορά.
  3. Ejemplo: La marca quedó obsoleta en el mercado debido a la competencia.
  4. Η μάρκα έμεινε παρωχημένη στην αγορά λόγω του ανταγωνισμού.

  5. "Cosas obsoletas"

  6. Παρώχημένα πράγματα.
  7. Ejemplo: A veces es difícil desprenderse de cosas obsoletas que no usamos.
  8. Μερικές φορές είναι δύσκολο να αποδεσμευτείς από παρωχημένα πράγματα που δεν χρησιμοποιούμε.

  9. "Tecnología obsoleta"

  10. Παρωχημένη τεχνολογία.
  11. Ejemplo: La tecnología obsoleta en nuestras aulas no promueve un buen aprendizaje.
  12. Η παρωχημένη τεχνολογία στις αίθουσες μας δεν προάγει καλό μάθημα.

Ετυμολογία

Η λέξη "obsoleto" προέρχεται από το λατινικό "obsoletus", που σημαίνει "φθαρμένος" ή "ξεπερασμένος".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - anticuado (παλαιό) - desfasado (ξεπερασμένο) - inservible (μη λειτουργικό)

Αντώνυμα: - moderno (σύγχρονο) - vigente (ισχύον) - útil (χρήσιμο)



23-07-2024