Η λέξη "obsoleto" είναι επίθετο.
Η φωνητική του μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /ob.soˈle.to/
Η λέξη "obsoleto" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει γίνει ανενεργό ή έχει ξεπεραστεί από νέα ή καλύτερη έκδοση. Στη γλώσσα των οικονομικών, μπορεί να αναφέρεται σε τεχνολογίες, προϊόντα ή μεθόδους που δεν χρησιμοποιούνται πια λόγω προόδου ή αλλαγών στην αγορά.
Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό κείμενο, ιδίως σε τεχνικά ή ακαδημαϊκά άρθρα, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
Η χρήση παρωχημένων υπολογιστών περιορίζει την παραγωγικότητα.
Muchas empresas deben actualizar sus equipos para no volverse obsoletos.
Η λέξη "obsoleto" χρησιμοποιείται και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Η μάρκα έμεινε παρωχημένη στην αγορά λόγω του ανταγωνισμού.
"Cosas obsoletas"
Μερικές φορές είναι δύσκολο να αποδεσμευτείς από παρωχημένα πράγματα που δεν χρησιμοποιούμε.
"Tecnología obsoleta"
Η λέξη "obsoleto" προέρχεται από το λατινικό "obsoletus", που σημαίνει "φθαρμένος" ή "ξεπερασμένος".
Συνώνυμα: - anticuado (παλαιό) - desfasado (ξεπερασμένο) - inservible (μη λειτουργικό)
Αντώνυμα: - moderno (σύγχρονο) - vigente (ισχύον) - útil (χρήσιμο)