Το "obstaculizar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /obstasuliˈθaɾ/
Η λέξη "obstaculizar" σημαίνει "να εμποδίζω" ή "να καθυστερώ" κάτι. Χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανόφωνων τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο. Συχνά, χρησιμοποιείται σε νομικά ή τεχνικά συμφραζόμενα για να περιγράψει καταστάσεις όπου κάποιοι παράγοντες ή δράσεις καθιστούν δύσκολη ή αδύνατη την πρόοδο ή την ολοκλήρωση μιας διαδικασίας.
Η λέξη "obstaculizar" χρησιμοποιείται πιο συχνά στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε επίσημα ή ακαδημαϊκά κείμενα, αν και μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο.
El tráfico puede obstaculizar el paso de ambulancias.
Η κίνηση μπορεί να εμποδίσει τη διέλευση των ασθενοφόρων.
Las reglas pueden obstaculizar nuestra creatividad.
Οι κανόνες μπορεί να δυσκολεύουν τη δημιουργικότητά μας.
La burocracia a veces obstaculiza el desarrollo de proyectos.
Η γραφειοκρατία μερικές φορές καθυστερεί την ανάπτυξη έργων.
Παρόλο που η λέξη "obstaculizar" δεν είναι μέρος πολλών ιδιωματικών εκφράσεων, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένα συμφραζόμενα για να εκφράσει την έννοια του εμποδισμού ή της αντίστασης.
Obstaculizar el camino.
Να εμποδίζεις το δρόμο.
(Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι εμποδίζει την πρόοδο).
Obstaculizar la comunicación.
Να εμποδίζεις την επικοινωνία.
(Αυτή η φράση μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε επαγγελματικά ή προσωπικά συμφραζόμενα).
Obstaculizar el acceso a la información.
Να εμποδίζεις την πρόσβαση στην πληροφορία.
(Αυτή η φράση μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε νομικά ή ακαδημαϊκά κείμενα).
Η λέξη "obstaculizar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "obstare", που σημαίνει "αντίκτυπος" ή "εμπόδιο". Η προσθήκη του κλιτικού "-izar" μετατρέπει το ουσιαστικό σε ρήμα που δηλώνει δράση.