Obstinado είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /obs.tiˈna.ðo/
Η λέξη obstinado χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν άνθρωπο που δεν αλλάζει εύκολα γνώμη ή στάση. Στις περισσότερες περιπτώσεις, υποδηλώνει μια έντονα επιμονή ή πεισματάρη συμπεριφορά. Είναι μια τακτική λέξη που χρησιμοποιείται σε προφορικό και γραπτό λόγο, με πιθανή μεγαλύτερη χρήση στον προφορικό λόγο.
Él es muy obstinado y nunca acepta consejos.
(Είναι πολύ πεισματάρης και ποτέ δεν δέχεται συμβουλές.)
Su obstinación lo llevó a perder oportunidades importantes.
(Η αμετάπειστη στάση του τον οδήγησε να χάσει σημαντικές ευκαιρίες.)
A veces, ser obstinado puede ser una virtud.
(Μερικές φορές, το να είσαι πεισματάρης μπορεί να είναι αρετή.)
Η λέξη obstinado χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που υποδηλώνουν επιμονή ή πείσμα.
No ser obstinado en vano.
(Να μην είσαι πεισματάρης χωρίς λόγο.)
Obstinación ciega.
(Τυφλή επιμονή.)
Su obstinación ciega lo llevó a la ruina.
(Η τυφλή επιμονή του τον οδήγησε στην καταστροφή.)
A veces la obstinación es necesaria.
(Μερικές φορές η επιμονή είναι απαραίτητη.)
En los negocios, a veces la obstinación es necesaria para tener éxito.
(Στις επιχειρήσεις, μερικές φορές η επιμονή είναι απαραίτητη για να έχεις επιτυχία.)
Η λέξη obstinado προέρχεται από το λατινικό "obstinatus", που σημαίνει "στερεωμένος", "πείσματος" ή "ανυποχώρητος".
Συνώνυμα: - Testarudo (πεισματάρης) - Terco (σκληρόμυαλος)
Αντώνυμα: - Flexible (ευέλικτος) - Conformista (συμφωνών)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη obstinado και τη χρήση της στη γλώσσα Ισπανικά.