Ρήμα
/obs.tɾuˈiɾ/
Η λέξη "obstruir" σημαίνει να εμποδίζεις ή να φράσσεις την οδό ή τη ροή κάποιου πράγματος. Χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά και νομικά πλαίσια, αναφερόμενη σε ανατομικά ή φυσικά εμπόδια, καθώς και σε διαδικασίες που εμποδίζουν την εξέλιξή τους. Στην καθημερινή γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται και σε μεταφορικό επίπεδο, π.χ. αναφερόμενη σε εμπόδια στη λήψη αποφάσεων ή την πρόοδο.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται συνήθως περισσότερο στο γραπτό κείμενο παρά στον προφορικό λόγο.
El tráfico puede obstruir el acceso al hospital en horas pico.
(Η κυκλοφορία μπορεί να εμποδίσει την πρόσβαση στο νοσοκομείο στις ώρες αιχμής.)
Es importante no obstruir el canal de drenaje para evitar inundaciones.
(Είναι σημαντικό να μην φράσσεις το κανάλι αποχέτευσης για να αποφύγεις πλημμύρες.)
La inflamación puede obstruir las vías respiratorias.
(Η φλεγμονή μπορεί να εμποδίσει τις αναπνευστικές οδούς.)
Η λέξη "obstruir" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα σε διάφορα πλαίσια. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα:
Obstruir el camino del éxito.
(Να εμποδίζεις το δρόμο προς την επιτυχία.)
No dejes que nada obstruya tus sueños.
(Μην αφήνεις τίποτα να εμποδίσει τα όνειρά σου.)
Obstruir el diálogo solo agrava la situación.
(Η παρεμπόδιση του διαλόγου απλώς επιδεινώνει την κατάσταση.)
Obstruir el libre comercio es perjudicial para la economía.
(Η παρεμπόδιση του ελεύθερου εμπορίου είναι επιβλαβής για την οικονομία.)
La falta de comunicación puede obstruir una relación sana.
(Η έλλειψη επικοινωνίας μπορεί να εμποδίσει μια υγιή σχέση.)
Η λέξη "obstruir" προέρχεται από το λατινικό "obstruere", που συνδυάζει το πρόθεμα "ob-" (που σημαίνει μπροστά) και τη ρίζα "struere" (που σημαίνει χτίζω ή κατασκευάζω).
Συνώνυμα: - bloquear - impedir - cerrar
Αντώνυμα: - permitir - facilitar - avanzar