Ρήμα
/obteˈneɾ/
Η λέξη "obtener" χρησιμοποιείται σε πολλά διαφορετικά συμφραζόμενα και σημαίνει "να αποκτώ", "να παίρνω" ή "να κερδίζω". Χρησιμοποιείται ευρέως στη γενική γλώσσα, την οικονομία και το νόμο. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, και χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, αλλά είναι επίσης γνωστή και στον προφορικό λόγο.
Es importante obtener todos los documentos necesarios antes de presentar la solicitud.
(Είναι σημαντικό να αποκτήσετε όλα τα απαραίτητα έγγραφα πριν υποβάλετε την αίτηση.)
Necesitamos obtener más información sobre el proyecto.
(Πρέπει να αποκτήσουμε περισσότερες πληροφορίες για το έργο.)
Η λέξη "obtener" εμφανίζεται σε πολλές ιδιοματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές χαρακτηριστικές περιπτώσεις:
Obtener beneficios
(Αποκτώ οφέλη)
"Las empresas buscan obtener beneficios a través de la innovación."
(Οι εταιρείες προσπαθούν να αποκτήσουν οφέλη μέσω της καινοτομίας.)
Obtener resultados
(Αποκτώ αποτελέσματα)
"Para obtener resultados, es necesario seguir el plan de acción."
(Για να αποκτήσετε αποτελέσματα, είναι απαραίτητο να ακολουθήσετε το σχέδιο δράσης.)
Obtener un permiso
(Αποκτώ άδεια)
"Es fundamental obtener un permiso antes de empezar la construcción."
(Είναι απαραίτητο να αποκτήσετε άδεια πριν αρχίσετε την κατασκευή.)
Obtener acceso
(Αποκτώ πρόσβαση)
"Solo los empleados pueden obtener acceso a esa área restringida."
(Μόνο οι υπάλληλοι μπορούν να αποκτήσουν πρόσβαση σε αυτήν την περιορισμένη περιοχή.)
Η λέξη "obtener" προέρχεται από το λατινικό "obtinere", που σημαίνει "να έχεις", "να κατέχεις". Αποτελείται από το πρόθεμα "ob-" (προς/για) και τη ρίζα "tenere" (να κρατάς, να έχεις).