Το "obviar" είναι ρήμα.
/obˈβjaɾ/
Η λέξη "obviar" χρησιμοποιείται σε ισπανικά για να περιγράψει την ενέργεια της αποφυγής ή της παράκαμψης κάποιου προβλήματος ή δυσκολίας. Είναι πιο συνηθισμένη στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε επίσημα ή νομικά κείμενα, παρά στον προφορικό λόγο.
Es importante obviar los detalles irrelevantes en un informe.
(Είναι σημαντικό να παρακάμπτουμε τις άσχετες λεπτομέρειες σε μια αναφορά.)
Intentó obviar el problema, pero se hizo evidente.
(Προσπάθησε να αποφύγει το πρόβλημα, αλλά έγινε προφανές.)
No se puede obviar la responsabilidad que tenemos.
(Δεν μπορούμε να παρακάμψουμε την ευθύνη που έχουμε.)
Η λέξη "obviar" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την αποφυγή ή την παράκαμψη καταστάσεων:
Obviar la verdad
(Να παρακάμψεις την αλήθεια)
"Es fácil obviar la verdad cuando se está bajo presión."
(Είναι εύκολο να παρακάμψεις την αλήθεια όταν βρίσκεσαι υπό πίεση.)
Obviar las consecuencias
(Να αποφύγεις τις συνέπειες)
"No se puede obviar las consecuencias de las decisiones tomadas."
(Δεν μπορείς να αποφύγεις τις συνέπειες των αποφάσεων που έχουν ληφθεί.)
Obviar los problemas
(Να παρακάμψεις τα προβλήματα)
"A veces es mejor obviar los problemas para mantener la paz."
(Ορισμένες φορές είναι καλύτερο να παρακάμπτεις τα προβλήματα για να κρατήσεις την ειρήνη.)
Obviar la discusión
(Να αποφύγεις τη συζήτηση)
"Anna decidió obviar la discusión y se retiró del debate."
(Η Άννα αποφάσισε να αποφύγει τη συζήτηση και αποσύρθηκε από τη συζήτηση.)
Η λέξη "obviar" προέρχεται από το λατινικό "obviare", που σημαίνει "παρεμβαίνω", "περνώ μπροστά" ή "αποφεύγω".