Η λέξη "obvio" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈoβ.βjo/
Η λέξη "obvio" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών για να περιγράψει κάτι που είναι ξεκάθαρο ή προφανές. Εμφανίζεται συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά και στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα όταν αναφέρεται σε καταστάσεις ή γεγονότα που είναι αναγνωρίσιμα χωρίς αμφιβολία.
Es obvio que necesita ayuda.
(Είναι προφανές ότι χρειάζεται βοήθεια.)
Tu opinión es obvia en esta discusión.
(Η γνώμη σου είναι προφανής σε αυτή τη συζήτηση.)
Η λέξη "obvio" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις. Ορισμένες από αυτές είναι:
No es obvio.
(Δεν είναι προφανές.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι δεν είναι αναγνωρίσιμο ή κατανοητό από όλους.
Es tan obvio como el agua.
(Είναι τόσο προφανές όσο το νερό.)
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται συχνά για να επισημάνει κάτι που είναι απολύτως σαφές.
Obvio que sí.
(Προφανώς ναι.)
Μια απάντηση που αναγνωρίζει την ξεκάθαρη αλήθεια μιας δήλωσης ή ερώτησης.
Es obvio que no estamos de acuerdo.
(Είναι προφανές ότι δεν συμφωνούμε.)
Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται για να επισημάνει μια διαφωνία που είναι προφανής.
Η λέξη "obvio" προέρχεται από το λατινικό "obvius", που σημαίνει "παρόν" ή "προφανής".
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τη λέξη "obvio" σε βάθος, αναδεικνύοντας τη σημασία της και τις χρήσεις της στην ισπανική γλώσσα.