Η λέξη "oca" είναι ουσιαστικό.
/ˈoka/
Στα ισπανικά, "oca" αναφέρεται σε μια χήνα, συνήθως την οικιακή χήνα που εκτρέφεται για κρέας και αυγά. Χρήση της λέξης μπορεί να γίνει σε ποικίλους γλωσσικούς τομείς, περιλαμβάνοντας τη γεωργία και την κουλτούρα. Η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, αλλά και γραπτά, κυρίως σε περιγραφές που αφορούν τη φύση ή τη διατροφή.
La oca es un ave muy apreciada en la gastronomía.
(Η χήνα είναι ένα πτηνό πολύ εκτιμώμενο στη γαστρονομία.)
En la granja, hay varias ocas que producen huevos.
(Στη φάρμα, υπάρχουν πολλές χήνες που παράγουν αυγά.)
Η λέξη "oca" δεν είναι συχνά μέρος καθιερωμένων ιδιωματικών εκφράσεων στα ισπανικά, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε φράσεις σχετικές με τη ζωή στο χωριό ή τη γεωργία.
Más vale una oca en mano que mil volando.
(Καλύτερα μια χήνα στο χέρι παρά χίλιες να πετούν.) - Υποδηλώνει ότι είναι προτιμότερο να έχεις κάτι σίγουρο παρά να κυνηγάς κάτι αβέβαιο.
La oca que no anda, no come.
(Η χήνα που δεν περπατά, δεν τρώει.) - Σημαίνει ότι δεν θα πετύχεις τίποτα αν δεν προσπαθήσεις.
Η λέξη "oca" προέρχεται από τη λατινική λέξη "occa".
Δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα λόγω της συγκεκριμένης σημασίας της λέξης.
Η λέξη "oca" αναφέρεται σε συγκεκριμένο είδος πτηνού και δεν έχει ακριβή αντίθετο.