ocasional - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

ocasional (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ο όρος "ocasional" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "ocasional" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: [oka.siˈonal].

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "ocasional" αναφέρεται σε κάτι που συμβαίνει περιστασιακά ή τυχαία, χωρίς να είναι τακτικό ή συχνό. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει γεγονότα ή καταστάσεις που δεν είναι συστηματικά ή μόνιμα. Στη γλώσσα των Ισπανών, το "ocasional" χρησιμοποιείται συχνά σε επίσημα και ανεπίσημα κείμενα και στη συνομιλία.

Συχνότητα Χρήσης

Είναι μια λέξη μεσαίας συχνότητας, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Παράδειγμα Προτάσεων

  1. "El evento es ocasional y no se repite cada año."
    (Η εκδήλωση είναι περιστασιακή και δεν επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο.)

  2. "Las reuniones ocasionales ayudan a mantener el contacto entre amigos."
    (Οι περιστασιακές συναντήσεις βοηθούν στη διατήρηση της επαφής μεταξύ φίλων.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Ο όρος "ocasional" μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. "Trabajo ocasionalmente."
    (Δουλεύω περιστασιακά.)

  2. "Asisto a eventos ocasionales."
    (Παρακολουθώ περιστασιακές εκδηλώσεις.)

  3. "Teníamos una amistad ocasional."
    (Είχαμε μια περιστασιακή φιλία.)

  4. "Realiza actividades de ocio ocasionales."
    (Κάνει περιστασιαίες ψυχαγωγικές δραστηριότητες.)

Ετυμολογία της λέξης

Ο όρος "ocasional" προέρχεται από το Λατινικό "occasionalis", που σημαίνει "σχετικός με μια ευκαιρία".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - eventual - intermitente - ocasionalmente (ως επίρρημα)

Αντώνυμα: - constante - regular - habitual



23-07-2024