Ο όρος "ocasional" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή του "ocasional" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: [oka.siˈonal].
Η λέξη "ocasional" αναφέρεται σε κάτι που συμβαίνει περιστασιακά ή τυχαία, χωρίς να είναι τακτικό ή συχνό. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει γεγονότα ή καταστάσεις που δεν είναι συστηματικά ή μόνιμα. Στη γλώσσα των Ισπανών, το "ocasional" χρησιμοποιείται συχνά σε επίσημα και ανεπίσημα κείμενα και στη συνομιλία.
Είναι μια λέξη μεσαίας συχνότητας, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
"El evento es ocasional y no se repite cada año."
(Η εκδήλωση είναι περιστασιακή και δεν επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο.)
"Las reuniones ocasionales ayudan a mantener el contacto entre amigos."
(Οι περιστασιακές συναντήσεις βοηθούν στη διατήρηση της επαφής μεταξύ φίλων.)
Ο όρος "ocasional" μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
"Trabajo ocasionalmente."
(Δουλεύω περιστασιακά.)
"Asisto a eventos ocasionales."
(Παρακολουθώ περιστασιακές εκδηλώσεις.)
"Teníamos una amistad ocasional."
(Είχαμε μια περιστασιακή φιλία.)
"Realiza actividades de ocio ocasionales."
(Κάνει περιστασιαίες ψυχαγωγικές δραστηριότητες.)
Ο όρος "ocasional" προέρχεται από το Λατινικό "occasionalis", που σημαίνει "σχετικός με μια ευκαιρία".
Συνώνυμα: - eventual - intermitente - ocasionalmente (ως επίρρημα)
Αντώνυμα: - constante - regular - habitual