ocasionar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

ocasionar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "ocasionar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA): /okaθjoˈnaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "ocasionar" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως: - προκαλώ - δημιουργώ - προκαλεί

Σημασία της λέξης

Η λέξη "ocasionar" σημαίνει να προκαλείς ή να δημιουργείς κάτι, συχνά συνδέεται με γεγονότα ή καταστάσεις που προκαλούν συγκεκριμένες συνέπειες. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο με σχετικά υψηλή συχνότητα.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. El accidente puede ocasionar graves daños.
    (Το ατύχημα μπορεί να προκαλέσει σοβαρές ζημιές.)

  2. La lluvia ha ocasionado retrasos en el tráfico.
    (Η βροχή έχει προκαλέσει καθυστερήσεις στην κυκλοφορία.)

  3. Los cambios en la política económica pueden ocasionar inflación.
    (Οι αλλαγές στην οικονομική πολιτική μπορεί να προκαλέσουν πληθωρισμό.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "ocasionar" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:

  1. Ocasión de oro: Se presentó una ocasión de oro para invertir.
    (Προέκυψε μια χρυσή ευκαιρία για επένδυση.)

  2. Ocasiones hacen al ladrón: En momentos de necesidad, las ocasiones hacen al ladrón.
    (Σε στιγμές ανάγκης, οι καταστάσεις κάνουν τον κλέφτη.)

  3. No hay ocasiones perdidas: Siempre hay oportunidades, no hay ocasiones perdidas.
    (Πάντα υπάρχουν ευκαιρίες, δεν υπάρχουν χαμένες περιστάσεις.)

  4. Una ocasión para recordar: Fue una ocasión para recordar lo que hemos conseguido.
    (Ήταν μια περίσταση για να θυμηθούμε ό,τι έχουμε πετύχει.)

  5. Dejar pasar la ocasión: No deberías dejar pasar la ocasión de hablar con él.
    (Δεν θα έπρεπε να χάσεις την ευκαιρία να μιλήσεις μαζί του.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "ocasionar" προέρχεται από το λατινικό "occasio, occasionis", που σημαίνει "ευκαιρία" ή "περίσταση".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - provocar (προκαλώ) - generar (δημιουργώ) - producir (παράγω)

Αντώνυμα: - detener (σταματώ) - evitar (αποφεύγω) - prevenir (προλαμβάνω)



23-07-2024