Ocaso είναι ουσιαστικό.
IPA: /oˈkaso/
Η λέξη "ocaso" αναφέρεται στη στιγμή κατά την οποία ο ήλιος πέφτει κάτω από τον ορίζοντα, δηλαδή το ηλιοβασίλεμα. Χρησιμοποιείται ευρέως στην καθημερινή γλώσσα και έχει μια ρομαντική ή ποιητική διάσταση. Στη γλώσσα Ισπανικά, ο όρος χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό λόγο, καθώς και σε λογοτεχνικά ή ποιητικά κείμενα.
El ocaso en la playa es realmente hermoso.
Το ηλιοβασίλεμα στην παραλία είναι πραγματικά όμορφο.
Me gusta caminar al ocaso para relajarme.
Μου αρέσει να περπατώ στο ηλιοβασίλεμα για να χαλαρώσω.
Η λέξη "ocaso" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, κυρίως για να συνδέσει έννοιες του τέλους ή της αλλαγής.
Llegar al ocaso de la vida.
Φτάνω στο ηλιοβασίλεμα της ζωής. (αναφέρεται στο τέλος ή την ωριμότητα της ζωής)
El ocaso de una era.
Το ηλιοβασίλεμα μιας εποχής. (αναφέρεται στο τέλος μιας περιόδου)
Ver el ocaso de mis sueños.
Να βλέπω το ηλιοβασίλεμα των ονείρων μου. (αναφέρεται στη διάλυση ή την αποτυχία των φιλοδοξιών)
El ocaso de la juventud.
Το ηλιοβασίλεμα της νεότητας. (αναφέρεται στη γήρανση ή την απώλεια της νεότητας)
Η λέξη "ocaso" προέρχεται από το λατινικό "occasus", το οποίο σημαίνει "πτώση" ή "δύση".
Συνώνυμα: - Puesta de sol (ηλιοβασίλεμα) - Atardecer (απόγευμα)
Αντώνυμα: - Amanecer (ξημέρωμα) - Salida de sol (ανατολή του ήλιου)