Το "ocio" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈo.sj.o/
Η λέξη "ocio" αναφέρεται στον ελεύθερο χρόνο που αφιερώνεται σε δραστηριότητες που προσφέρουν διασκέδαση, ψυχαγωγία ή ανακούφιση από την καθημερινή δουλειά ή την υποχρέωση. Χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές συζητήσεις και γραπτό λόγο. Σε γενικές γραμμές, η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Durante el ocio, me gusta leer.
(Κατά τη διάρκεια του ελεύθερου μου χρόνου, μου αρέσει να διαβάζω.)
Es importante encontrar tiempo para el ocio en nuestras vidas.
(Είναι σημαντικό να βρίσκουμε χρόνο για αναψυχή στη ζωή μας.)
Η λέξη "ocio" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, που συνήθως σχετίζονται με την ψυχαγωγία και τη χαλάρωση.
"No todo es trabajo, también hay que disfrutar del ocio."
(Δεν είναι όλα δουλειά, πρέπει επίσης να απολαμβάνουμε την αναψυχή.)
"El ocio es fundamental para la salud mental."
(Η ψυχαγωγία είναι θεμελιώδης για την ψυχική υγεία.)
"Encontrar un equilibrio entre el trabajo y el ocio es esencial."
(Το να βρεις ισορροπία μεταξύ της δουλειάς και της αναψυχής είναι ουσιώδες.)
"El ocio en familia refuerza los lazos."
(Η ψυχαγωγία με την οικογένεια ενισχύει τους δεσμούς.)
Η λέξη "ocio" προέρχεται από το λατινικό "otium", το οποίο αναφερόταν στην απουσία εργασίας ή σε χρόνο ελευθερίας.