Η λέξη "ocioso" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση στην οποία κάποιος ή κάτι είναι ανενεργό, αδρανές ή χωρίς εργασία. Στην ισπανική γλώσσα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει ανθρώπους που δεν έχουν δουλειά ή να αναφέρεται σε δραστηριότητες ή υποθέσεις που δεν προχωρούν ή δεν είναι χρήσιμες.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε λογοτεχνικά έργα ή επίσημα κείμενα, αλλά είναι επίσης αρκετά κατανοητή στην προφορική ομιλία.
"Οι αδρανείς άνθρωποι δεν έχουν ασχολίες."
"Pasé un fin de semana ocioso en casa."
"Πέρασα ένα αδρανή σαββατοκύριακο στο σπίτι."
"Es mejor estar ocupado que ser ocioso."
Η λέξη "ocioso" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά.
"Μην είσαι αδρανής; βάλτε δουλειά."
"La mente ociosa es el taller del diablo."
"Ο αδρανής νους είναι το εργαστήριο του διαβόλου." (Αυτή η φράση σημαίνει ότι η ανία μπορεί να οδηγήσει σε κακές ή επιβλαβείς σκέψεις.)
"Vivir ocioso podría llevarte a problemas."
"Η αδρανής ζωή μπορεί να σε οδηγήσει σε προβλήματα."
"Tener tiempo ocioso es un lujo."
"Η ύπαρξη χρόνου αδράνειας είναι πολυτέλεια."
"Una persona ociosa puede volverse peligrosa."
Η λέξη "ocioso" προέρχεται από το λατινικό "otiosus," που σημαίνει "χωρίς εργασία" ή "ξεκούραστος."
desocupado (άεργος)
Αντώνυμα: