Το "oclusivo" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή του "oclusivo" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /okluˈsi.βo/
Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη "oclusivo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που κλείνει ή αποκλείει, είτε κυριολεκτικά (όπως στην ιατρική αναφορά σε κλειστές κινήσεις ή κλειστά μέρη) είτε μεταφορικά (όπως για αποκλειστικές ομαδικές καταστάσεις). Χρησιμοποιείται συχνά στην ιατρική και γλωσσολογία.
Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, δεδομένου ότι περιγράφει τεχνικούς όρους.
Ο οκλειστικός ήχος παράγεται όταν κλείνει εντελώς η ροή του αέρα.
En la anatomía, un músculo oclusivo puede bloquear el flujo sanguíneo.
Η λέξη "oclusivo" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να περιγράψει καταστάσεις.
Έχω βρει μια κλειστή μέθοδο στην ιατρική έρευνα.
La técnica oclusiva es fundamental en la fonética.
Η κλειστή τεχνική είναι θεμελιώδης στη φωνητική.
Su comportamiento oclusivo limita las opciones de comunicación.
Η λέξη "oclusivo" προέρχεται από το λατινικό "occlusivus", που σημαίνει "εμποδίστρα" ή "εν κλεισμένο".
cerrado
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "oclusivo" στο πλαίσιο της ιατρικής και γλωσσολογίας.