oclusivo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

oclusivo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "oclusivo" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "oclusivo" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /okluˈsi.βo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη "oclusivo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που κλείνει ή αποκλείει, είτε κυριολεκτικά (όπως στην ιατρική αναφορά σε κλειστές κινήσεις ή κλειστά μέρη) είτε μεταφορικά (όπως για αποκλειστικές ομαδικές καταστάσεις). Χρησιμοποιείται συχνά στην ιατρική και γλωσσολογία.

Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, δεδομένου ότι περιγράφει τεχνικούς όρους.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El sonido oclusivo se produce al cerrar completamente el paso del aire.
  2. Ο οκλειστικός ήχος παράγεται όταν κλείνει εντελώς η ροή του αέρα.

  3. En la anatomía, un músculo oclusivo puede bloquear el flujo sanguíneo.

  4. Στην ανατομία, ένας αποκλειστικός μυς μπορεί να μπλοκάρει τη ροή του αίματος.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "oclusivo" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να περιγράψει καταστάσεις.

  1. He encontrado un método oclusivo en la investigación médica.
  2. Έχω βρει μια κλειστή μέθοδο στην ιατρική έρευνα.

  3. La técnica oclusiva es fundamental en la fonética.

  4. Η κλειστή τεχνική είναι θεμελιώδης στη φωνητική.

  5. Su comportamiento oclusivo limita las opciones de comunicación.

  6. Η αποκλειστική του συμπεριφορά περιορίζει τις επιλογές επικοινωνίας.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "oclusivo" προέρχεται από το λατινικό "occlusivus", που σημαίνει "εμποδίστρα" ή "εν κλεισμένο".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "oclusivo" στο πλαίσιο της ιατρικής και γλωσσολογίας.



23-07-2024