Το "ocular" είναι επίθετο.
/oˈkulaɾ/
Η λέξη "ocular" χρησιμοποιείται για να περιγράψει οτιδήποτε σχετίζεται με τα μάτια ή την όραση. Στην ιατρική, χρησιμοποιείται για να δηλώσει καταστάσεις ή διαδικασίες που σχετίζονται με την οφθαλμική υγειονομική περίθαλψη ή την έρευνα του οπτικού συστήματος.
Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά και επιστημονικά συμφραζόμενα. Είναι πιο συχνή στο γραπτό λόγο.
Η οφθαλμική εξέταση είναι θεμελιώδης για την ανίχνευση ασθενειών των ματιών.
Los síntomas oculares pueden incluir enrojecimiento y picazón.
Η λέξη "ocular" χρησιμοποιείται πιο σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες χρήσεις σε συγκεκριμένα ιατρικά ή τεχνικά συμφραζόμενα.
Η οφθαλμική χειρουργική μπορεί να βοηθήσει στη διόρθωση προβλημάτων όρασης.
Se han desarrollado nuevas tecnologías para la investigación ocular.
Έχουν αναπτυχθεί νέες τεχνολογίες για την οφθαλμική έρευνα.
La salud ocular es esencial para una buena calidad de vida.
Η λέξη "ocular" προέρχεται από το λατινικό "ocularis", που σημαίνει "σχετικός με το μάτι", το οποίο έχει ρίζα στη λέξη "oculus", που σημαίνει "μάτι".
Συνώνυμα: - οφθαλμικός - οπτικός
Αντώνυμα: - αόρατος - μη οπτικός
Η λέξη "ocular" λοιπόν είναι βασική σε πολλές επιστημονικές, ιατρικές και τεχνικές συζητήσεις και ενδυναμώνει την επικοινωνία σχετικά με το οπτικό σύστημα και τη φροντίδα των ματιών.