ocular - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

ocular (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "ocular" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/oˈkulaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "ocular" χρησιμοποιείται για να περιγράψει οτιδήποτε σχετίζεται με τα μάτια ή την όραση. Στην ιατρική, χρησιμοποιείται για να δηλώσει καταστάσεις ή διαδικασίες που σχετίζονται με την οφθαλμική υγειονομική περίθαλψη ή την έρευνα του οπτικού συστήματος.

Συχνότητα Χρήσης

Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά και επιστημονικά συμφραζόμενα. Είναι πιο συχνή στο γραπτό λόγο.

Παραδειγματικές Προτάσεις

  1. El examen ocular es fundamental para detectar enfermedades de los ojos.
  2. Η οφθαλμική εξέταση είναι θεμελιώδης για την ανίχνευση ασθενειών των ματιών.

  3. Los síntomas oculares pueden incluir enrojecimiento y picazón.

  4. Τα οφθαλμικά συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν ερυθρότητα και φαγούρα.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "ocular" χρησιμοποιείται πιο σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες χρήσεις σε συγκεκριμένα ιατρικά ή τεχνικά συμφραζόμενα.

  1. La cirugía ocular puede ayudar a corregir problemas de visión.
  2. Η οφθαλμική χειρουργική μπορεί να βοηθήσει στη διόρθωση προβλημάτων όρασης.

  3. Se han desarrollado nuevas tecnologías para la investigación ocular.

  4. Έχουν αναπτυχθεί νέες τεχνολογίες για την οφθαλμική έρευνα.

  5. La salud ocular es esencial para una buena calidad de vida.

  6. Η οφθαλμική υγεία είναι σημαντική για μια καλή ποιότητα ζωής.

Ετυμολογία

Η λέξη "ocular" προέρχεται από το λατινικό "ocularis", που σημαίνει "σχετικός με το μάτι", το οποίο έχει ρίζα στη λέξη "oculus", που σημαίνει "μάτι".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - οφθαλμικός - οπτικός

Αντώνυμα: - αόρατος - μη οπτικός

Η λέξη "ocular" λοιπόν είναι βασική σε πολλές επιστημονικές, ιατρικές και τεχνικές συζητήσεις και ενδυναμώνει την επικοινωνία σχετικά με το οπτικό σύστημα και τη φροντίδα των ματιών.



23-07-2024