ocupada είναι επιθόπερο (επίθετο).
Φωνητική μεταγραφή: /o.kuˈpa.ða/
Η λέξη ocupada προέρχεται από το ρήμα ocupar, που σημαίνει "να καταλάβω" ή "να είμαι απασχολημένος". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση κατά την οποία κάποιος είναι απασχολημένος ή μια θέση είναι κατειλημμένη.
Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή και η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, αν και εμφανίζεται και σε γραπτά κείμενα.
(Αυτή είναι απασχολημένη δουλεύοντας στο έργο της.)
La sala está ocupada por una reunión.
Η λέξη ocupada χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
(Δεν έχω χρόνο, είμαι πολύ απασχολημένη.)
Mantenerse ocupada es importante para la salud mental.
(Το να μένεις απασχολημένος είναι σημαντικό για την ψυχική υγεία.)
Ella siempre está ocupada con sus estudios.
(Αυτή είναι πάντα απασχολημένη με τις σπουδές της.)
A veces, estar ocupada es una buena excusa para no hacer algo.
(Μερικές φορές, το να είσαι απασχολημένος είναι μια καλή δικαιολογία για να μην κάνεις κάτι.)
Cuando estás ocupada, el tiempo pasa más rápido.
ocupada προέρχεται από το ρήμα ocupar, το οποίο έχει τις ρίζες του στη λατινική λέξη occupare, που σημαίνει "να καταλάβω" ή "να κατέχω".
Συνώνυμα: - ocupante - consternada
Αντώνυμα: - desocupada (ανεπίσημη) - libre (ελεύθερη)