Η λέξη "ocupado" είναι επίθετο στα Ισπανικά.
Φωνητική μεταγραφή: [okuˈpaðo]
Η λέξη "ocupado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι γεμάτος ή απασχολημένος με δραστηριότητες ή καθήκοντα. Στη γλώσσα των οικονομικών, μπορεί να αναφέρεται στην κατάσταση της αγοράς ή ενός συγκεκριμένου τομέα που είναι "κατελειμμένος" από συγκεκριμένους παράγοντες ή εισαγωγές. Στον στρατιωτικό τομέα, "ocupado" μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει μια περιοχή που έχει καταληφθεί από στρατεύματα.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται αρκετά συχνά και είναι πιο κοινή στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε γραπτό πλαίσιο.
El campo está ocupado por las tropas.
(Το πεδίο είναι κατειλημμένο από τα στρατεύματα.)
No puedo hablar ahora, estoy ocupado.
(Δεν μπορώ να μιλήσω τώρα, είμαι απασχολημένος.)
La sala de reuniones está ocupada, deberíamos esperar.
(Η αίθουσα συνεδριάσεων είναι κατειλημμένη, θα πρέπει να περιμένουμε.)
Η λέξη "ocupado" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις.
Ejemplo: Estoy ocupado con el proyecto de trabajo.
(Είμαι απασχολημένος με το επαγγελματικό έργο.)
No estar ocupado en vano
(Να μην είσαι απασχολημένος μάταια)
Ejemplo: Asegúrate de que estás ocupado en algo productivo.
(Βεβαιώσου ότι δεν είσαι απασχολημένος μάταια.)
Ocupado hasta el cuello
(Απασχολημένος μέχρι τον λαιμό)
Ejemplo: Me siento ocupado hasta el cuello con mis responsabilidades.
(Νιώθω απασχολημένος μέχρι τον λαιμό με τις υποχρεώσεις μου.)
Estar ocupado en sus pensamientos
(Να είσαι απασχολημένος με τις σκέψεις σου)
Η λέξη "ocupado" προέρχεται από το ρήμα "ocupar", που σημαίνει "καταλαμβάνω" ή "απασχολώ". Κατάγεται από το λατινικό "occupare", το οποίο έχει παρόμοια σημασία.
Συνώνυμα: - ocupado (απασχολημένος) - atareado (πολύ απασχολημένος) - comprometido (δεσμευμένος)
Αντώνυμα: - libre (ελεύθερος) - desocupado (άνεργος, ελεύθερος από υποχρεώσεις) - ocioso (αργόσχολος)